3,277,121
edits
(6_12) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποσφρᾱγίζω''': Ἰων. -[[σφρηγίζω]]: μέλλ. Ἀττ. ῐῶ: ― [[σφραγίζω]], [[κλείω]] διὰ σφραγῖδος ἐν τῷ παθ., οὐδὲν ἀποσφραγίζεσθαι τῶν κενῶν Πλουτ. Ἀλεξ. 2: ― [[προσέτι]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Εὐρ. Ὀρ. 1108, Ἀθήν. 34Α. ΙΙ. λύω τὴν σφραγῖδα, ἀνοίγω, «ξεσφραγίζω», ἀπεσφράγιζε καὶ ὅσα ἐβούλετο ἐβάσταζεν Διογ. Λ. 4. 59. | |lstext='''ἀποσφρᾱγίζω''': Ἰων. -[[σφρηγίζω]]: μέλλ. Ἀττ. ῐῶ: ― [[σφραγίζω]], [[κλείω]] διὰ σφραγῖδος ἐν τῷ παθ., οὐδὲν ἀποσφραγίζεσθαι τῶν κενῶν Πλουτ. Ἀλεξ. 2: ― [[προσέτι]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Εὐρ. Ὀρ. 1108, Ἀθήν. 34Α. ΙΙ. λύω τὴν σφραγῖδα, ἀνοίγω, «ξεσφραγίζω», ἀπεσφράγιζε καὶ ὅσα ἐβούλετο ἐβάσταζεν Διογ. Λ. 4. 59. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> ἀποσφραγίσω, <i>att.</i> ἀποσφραγιῶ;<br />cacheter, sceller.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[σφραγίζω]]. | |||
}} | }} |