ἀποσταυρόω: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποσταυρόω''': ἀποφράττω διὰ σταυρώματος, περιφράγματος ἐκ πασσάλων, Θουκ. 4. 69., 6. 101, Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 32: - Παθ., Φερεκρ. ἐν Κωμικ. Ἀποσπ. 5. σ. 26: - πρβλ. [[ἀποταφρεύω]], [[ἀποχαρακόω]].
|lstext='''ἀποσταυρόω''': ἀποφράττω διὰ σταυρώματος, περιφράγματος ἐκ πασσάλων, Θουκ. 4. 69., 6. 101, Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 32: - Παθ., Φερεκρ. ἐν Κωμικ. Ἀποσπ. 5. σ. 26: - πρβλ. [[ἀποταφρεύω]], [[ἀποχαρακόω]].
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />fermer d’une palissade.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[σταυρόω]].
}}
}}