ἀργυρικός: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_10)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀργῠρικός''': -ή, -όν, [[χρηματικός]], ἀργυρικὴ [[ζημία]], χρηματικὸν [[πρόστιμον]], Διόδ. 12. 21, Πλουτ. Σόλων 23.
|lstext='''ἀργῠρικός''': -ή, -όν, [[χρηματικός]], ἀργυρικὴ [[ζημία]], χρηματικὸν [[πρόστιμον]], Διόδ. 12. 21, Πλουτ. Σόλων 23.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne l’argent, pécuniaire.<br />'''Étymologie:''' [[ἄργυρος]].
}}
}}