ἀπορρέω: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_6)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπορρέω''': Ἐπ. -ρείω Νικ. Θ. 404: μέλλ. ἀπορρῠήσομαι: ἀόρ. ἀπερρύην, μετοχ. ἀπορρυεὶς Αισχύλ. Ἀγ. 1294· ἀλλὰ παρὰ Πολυβ. 5. 15, 7, Ἀθην. 381B, ἀπέρρευσα. ῾Ρέω, χύνομαι ἀπό τινος, Κρήνην, ἀπ’ ἧς τὸ [[ὕδωρ]] ἀπορρέον κτλ. Ἡρόδ. 4, 23· ἔκ τινος, ψυχρὸν δὲ [[[ὕδωρ]]] ἐκ τῆς κρήνης ἀπορρέον ἕτερον Πλάτ. Κριτί. 113E, κτλ.: -ἀπολ., ἀφθόνως [[ἐκρέω]], ἐπὶ αἵματος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1294· τὸ ἀπορρέον, ὁ ὀπὸς ἢ [[χυμός]], [[ὅστις]] ἐκρέει, Ἡρόδ. 2. 94., 4. 23: - [[ὡσαύτως]], ἐπὶ τοῦ [[πυρός]], ἐξορμῶ, Πλάτ. Τίμ. 67C· λιγνὺς ἀπὸ τῆς φλογὸς ἀπ., ἐκπορευομένη ἐκ τῆς [[φλογός]], Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 4, 15, πρβλ. π. Κόσμ. 4. 2. ΙΙ. [[ἀποπίπτω]], ὡς οἱ καρποί, Ἡρόδ. 1. 193· πτερά, Πλάτ. Φαῖδρ. 246D· φύλλα Δημ. 615. 10· τρίχες, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 3, 11, 6· [[σάρξ]], σάρκες ἀπ’ ὀστέων Εὐρ. Μήδ. 1201· ἀποχωρίζεσθαι, ἀπ. [[ἀλλήλων]] Πλάτ. Νόμ. 776A· τοῦ ἵππου, Πλούτ. 2. 288A. 2) [[ἐκλείπω]], φθείρομαι, ἀπόλλυμαι, ἀπ. [[δαίμων]] (ὅ ἐ. [[εὐδαιμονία]]), ἀπ. [[μνῆστις]] Σοφ. Ἠλ. 999, Αἴ. 523· τῶν καλῶν ἡ [[μνήμη]] [[ταχέως]] ἀπορρεῖ Λογγῖν. 33. 3. 3) ἐπὶ προσώπων, [[ἀπομακρύνομαι]] ἀπό τινος, οἱ δὲ λοιποὶ [[παραχρῆμα]] πάντες ἀπέρρεον ἀπ’ [[αὐτοῦ]] Πολύβ. 5. 26, 11· [[πίπτω]] [[κάτω]] ἐκ, ἀπερρύη τοῦ ἵππου Πλουτ. Εὐμ. 7. -ἀπολ., [[ἀναζεύγνυμι]], [[διαλύω]] τὸ [[στρατόπεδον]] καὶ ἀναχωρῶ, Πολύβ. 10. 44, 7: - Ἡ [[λέξις]] κατέστη συχνὴ παρὰ τοῖς μεταγεν. πεζογράφ., ἴδε Λοβ. Αἴ. ἔνθ’ ἀν., Οὐϋττεμβαχ. Πλούτ. 2. 199A.
|lstext='''ἀπορρέω''': Ἐπ. -ρείω Νικ. Θ. 404: μέλλ. ἀπορρῠήσομαι: ἀόρ. ἀπερρύην, μετοχ. ἀπορρυεὶς Αισχύλ. Ἀγ. 1294· ἀλλὰ παρὰ Πολυβ. 5. 15, 7, Ἀθην. 381B, ἀπέρρευσα. ῾Ρέω, χύνομαι ἀπό τινος, Κρήνην, ἀπ’ ἧς τὸ [[ὕδωρ]] ἀπορρέον κτλ. Ἡρόδ. 4, 23· ἔκ τινος, ψυχρὸν δὲ [[[ὕδωρ]]] ἐκ τῆς κρήνης ἀπορρέον ἕτερον Πλάτ. Κριτί. 113E, κτλ.: -ἀπολ., ἀφθόνως [[ἐκρέω]], ἐπὶ αἵματος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1294· τὸ ἀπορρέον, ὁ ὀπὸς ἢ [[χυμός]], [[ὅστις]] ἐκρέει, Ἡρόδ. 2. 94., 4. 23: - [[ὡσαύτως]], ἐπὶ τοῦ [[πυρός]], ἐξορμῶ, Πλάτ. Τίμ. 67C· λιγνὺς ἀπὸ τῆς φλογὸς ἀπ., ἐκπορευομένη ἐκ τῆς [[φλογός]], Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 4, 15, πρβλ. π. Κόσμ. 4. 2. ΙΙ. [[ἀποπίπτω]], ὡς οἱ καρποί, Ἡρόδ. 1. 193· πτερά, Πλάτ. Φαῖδρ. 246D· φύλλα Δημ. 615. 10· τρίχες, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 3, 11, 6· [[σάρξ]], σάρκες ἀπ’ ὀστέων Εὐρ. Μήδ. 1201· ἀποχωρίζεσθαι, ἀπ. [[ἀλλήλων]] Πλάτ. Νόμ. 776A· τοῦ ἵππου, Πλούτ. 2. 288A. 2) [[ἐκλείπω]], φθείρομαι, ἀπόλλυμαι, ἀπ. [[δαίμων]] (ὅ ἐ. [[εὐδαιμονία]]), ἀπ. [[μνῆστις]] Σοφ. Ἠλ. 999, Αἴ. 523· τῶν καλῶν ἡ [[μνήμη]] [[ταχέως]] ἀπορρεῖ Λογγῖν. 33. 3. 3) ἐπὶ προσώπων, [[ἀπομακρύνομαι]] ἀπό τινος, οἱ δὲ λοιποὶ [[παραχρῆμα]] πάντες ἀπέρρεον ἀπ’ [[αὐτοῦ]] Πολύβ. 5. 26, 11· [[πίπτω]] [[κάτω]] ἐκ, ἀπερρύη τοῦ ἵππου Πλουτ. Εὐμ. 7. -ἀπολ., [[ἀναζεύγνυμι]], [[διαλύω]] τὸ [[στρατόπεδον]] καὶ ἀναχωρῶ, Πολύβ. 10. 44, 7: - Ἡ [[λέξις]] κατέστη συχνὴ παρὰ τοῖς μεταγεν. πεζογράφ., ἴδε Λοβ. Αἴ. ἔνθ’ ἀν., Οὐϋττεμβαχ. Πλούτ. 2. 199A.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀπορρυήσομαι, <i>ao.</i> [[ἀπέρρευσα]], <i>ao2.</i> [[ἀπερρύην]];<br /><b>I.</b> couler de, découler : [[ἀπό]] τινος de qch;<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i> <b>1</b> se détacher de, glisser, tomber;<br /><b>2</b> s’échapper, disparaître : ἀπορρεῖ [[μνῆστις]] SOPH le souvenir (de qch) se perd ; <i>en parl. de pers.</i> s’éloigner de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ῥέω]].
}}
}}