ἀποπέτομαι: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_13a)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποπέτομαι''': μέλλ. -πετήσομαι Ἀριστοφ. Εἰρ. 1. 126: ἀόρ. ἀπεπτάμην, μετοχ. ἀποπτάμενος (πρβλ. [[πέτομαι]]): - ἀφίσταμαι καὶ ἐξαφανίζομαι, ἰδίως ἐπὶ ὀνείρων, ᾤχετ’ ἀποπτάμενος Ἰλ. Β. 71· ψυχὴ δ’ ἠΰτ’ [[ὄνειρος]], ἀποπταμένη παπότηται Ὀδ. Λ. 222· ἀπέπτετο Ἀριστοφ. Ὄρν. 90· ἐς τἀπὶ Θρᾴκης ἀποπέτου [[αὐτόθι]] 1369. 261. 22. 2) [[ἀφίπταμαι]] καὶ [[φεύγω]], «[[ὅταν]] δὲ γνῷ (ὁ [[πέρδιξ]]) ὅτι θηρεύεται, προελθὼν τῆς νεοττιᾶς κυλινδεῖται παρὰ τὰ σκέλη τοῦ θηρεύοντος ἐλπίδα ἐμποιῶν τοῦ συλληφθήσεσθαι, ἐξαπατᾷ τε ἕως ἂν ἀποπτῶσιν οἱ νεοττοὶ» Ἀριστ. Ἀποσπ. 270.
|lstext='''ἀποπέτομαι''': μέλλ. -πετήσομαι Ἀριστοφ. Εἰρ. 1. 126: ἀόρ. ἀπεπτάμην, μετοχ. ἀποπτάμενος (πρβλ. [[πέτομαι]]): - ἀφίσταμαι καὶ ἐξαφανίζομαι, ἰδίως ἐπὶ ὀνείρων, ᾤχετ’ ἀποπτάμενος Ἰλ. Β. 71· ψυχὴ δ’ ἠΰτ’ [[ὄνειρος]], ἀποπταμένη παπότηται Ὀδ. Λ. 222· ἀπέπτετο Ἀριστοφ. Ὄρν. 90· ἐς τἀπὶ Θρᾴκης ἀποπέτου [[αὐτόθι]] 1369. 261. 22. 2) [[ἀφίπταμαι]] καὶ [[φεύγω]], «[[ὅταν]] δὲ γνῷ (ὁ [[πέρδιξ]]) ὅτι θηρεύεται, προελθὼν τῆς νεοττιᾶς κυλινδεῖται παρὰ τὰ σκέλη τοῦ θηρεύοντος ἐλπίδα ἐμποιῶν τοῦ συλληφθήσεσθαι, ἐξαπατᾷ τε ἕως ἂν ἀποπτῶσιν οἱ νεοττοὶ» Ἀριστ. Ἀποσπ. 270.
}}
{{bailly
|btext=s’envoler.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[πέτομαι]].
}}
}}