3,276,318
edits
(6_13a) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποπήγνυμι''': μέλλ. -πήξω, [[κάμνω]] τι νὰ παγώσῃ, εὐθὺς γὰρ ἀποπήγνυσι τἀντικνήμια Ἀριστοφ. Βάτρ. 126. - Παθ., ἐπὶ ἀνθρώπων, παγώνω: μέλλ. -πᾰγήσομαι, Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 8· ἐπὶ τοῦ αἵματος ζῶντος ἀνθρώπου ὡς καὶ νῦν, τὸ δὲ καθῆσθαι καὶ ἡσυχίαν ἔχειν ἑώρων ὑπουργὸν ὂν τῷ τε ἀποπήγνυσθαι τὸ [[αἷμα]] καὶ τῷ ἀποσήπεσθαι τοὺς τῶν ποδῶν δακτύλους ὁ αὐτ. Ἀν. 5. 8, 15. | |lstext='''ἀποπήγνυμι''': μέλλ. -πήξω, [[κάμνω]] τι νὰ παγώσῃ, εὐθὺς γὰρ ἀποπήγνυσι τἀντικνήμια Ἀριστοφ. Βάτρ. 126. - Παθ., ἐπὶ ἀνθρώπων, παγώνω: μέλλ. -πᾰγήσομαι, Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 8· ἐπὶ τοῦ αἵματος ζῶντος ἀνθρώπου ὡς καὶ νῦν, τὸ δὲ καθῆσθαι καὶ ἡσυχίαν ἔχειν ἑώρων ὑπουργὸν ὂν τῷ τε ἀποπήγνυσθαι τὸ [[αἷμα]] καὶ τῷ ἀποσήπεσθαι τοὺς τῶν ποδῶν δακτύλους ὁ αὐτ. Ἀν. 5. 8, 15. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> ἀποπήξω, <i>Pass. fut.2</i> ἀποπαγήσομαι;<br />faire geler ; <i>Pass.</i> geler.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[πήγνυμι]]. | |||
}} | }} |