3,273,153
edits
(6_16) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπόσῑτος''': -ον, = ἄσιτος, ὁ μηδὲν φαγών, ἡμερῶν τοσούτων ἀπ. Ἡλιόδ. 8. 7. 2) ἀπεχόμενος σιτίων, τροφῆς. Λουκ. πῶς Ἱστ. συγγρ. 21. 3) πεινασμένος, πεινῶν, Φιλωνίδ. ἐν «Κοθόρνοις» 4. ΙΙ. ὁ [[ἄνευ]] ὀρέξεως, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 982. | |lstext='''ἀπόσῑτος''': -ον, = ἄσιτος, ὁ μηδὲν φαγών, ἡμερῶν τοσούτων ἀπ. Ἡλιόδ. 8. 7. 2) ἀπεχόμενος σιτίων, τροφῆς. Λουκ. πῶς Ἱστ. συγγρ. 21. 3) πεινασμένος, πεινῶν, Φιλωνίδ. ἐν «Κοθόρνοις» 4. ΙΙ. ὁ [[ἄνευ]] ὀρέξεως, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 982. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui s’abstient de manger;<br /><b>2</b> qui a le dégoût des aliments.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[σῖτος]]. | |||
}} | }} |