ἀριφραδής: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_7)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀριφρᾰδής''': -ές, (φράζομαι) [[λίαν]] [[σαφής]], [[κατάδηλος]], [[εὔγνωστος]], [[εὐδιάκριτος]], ὡς τὸ ἀρίγνωστος, [[ἀρίζηλος]], [[σῆμα]] δέ τοι [[ἐρέω]] μάλ’ ἀριφραδές, [[οὐδέ]] σε λήσει Ἰλ. Ψ. 326· ὀστέα... ἀριφραδέα τέτυκται Ἰλ. Ψ. 240· οὕτω ποιητ. ἐπίρρ. -δέως, σαφῶς, ἀρ. ἀγορεύει Θεόκρ. 25. 176. 2) φανερὸς εἰς τὴν ὅρασιν, [[λαμπρός]], [[φωτεινός]], Θεόκρ. 24. 39. ΙΙ. [[λίαν]] [[συνετός]], [[σοφός]], Σοφ. Ἀντ. 347 (ὡς ἐν Εὐστ. 135. 25).
|lstext='''ἀριφρᾰδής''': -ές, (φράζομαι) [[λίαν]] [[σαφής]], [[κατάδηλος]], [[εὔγνωστος]], [[εὐδιάκριτος]], ὡς τὸ ἀρίγνωστος, [[ἀρίζηλος]], [[σῆμα]] δέ τοι [[ἐρέω]] μάλ’ ἀριφραδές, [[οὐδέ]] σε λήσει Ἰλ. Ψ. 326· ὀστέα... ἀριφραδέα τέτυκται Ἰλ. Ψ. 240· οὕτω ποιητ. ἐπίρρ. -δέως, σαφῶς, ἀρ. ἀγορεύει Θεόκρ. 25. 176. 2) φανερὸς εἰς τὴν ὅρασιν, [[λαμπρός]], [[φωτεινός]], Θεόκρ. 24. 39. ΙΙ. [[λίαν]] [[συνετός]], [[σοφός]], Σοφ. Ἀντ. 347 (ὡς ἐν Εὐστ. 135. 25).
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> facile à reconnaître;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> clairvoyant, sensé.<br />'''Étymologie:''' ἀρι-, φράζομαι.
}}
}}