ἀσυνεσία: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_20)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀσυνεσία''': παλ. Ἀττ. ἀξ-, ἡ, ([[ἀσύνετος]]) [[ἔλλειψις]] συνέσεως, [[ἀσκεψία]], [[ἠλιθιότης]], Εὐρ. Φοίν. 1727, Θουκ. 1. 122· ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ [[σύνεσις]], Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 10.
|lstext='''ἀσυνεσία''': παλ. Ἀττ. ἀξ-, ἡ, ([[ἀσύνετος]]) [[ἔλλειψις]] συνέσεως, [[ἀσκεψία]], [[ἠλιθιότης]], Εὐρ. Φοίν. 1727, Θουκ. 1. 122· ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ [[σύνεσις]], Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 10.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />défaut d’intelligence, sottise, imprudence.<br />'''Étymologie:''' [[ἀσύνετος]].
}}
}}