ἀτεκνόω: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_23)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀτεκνόω''': καθιστῶ τινα ἄτεκνον, Εὐστ. Πονημάτ. 306. 55: - Παθ. στεροῦμαι τῶν τέκνων μου, Ἀνθ. Π. 14, 40­­­ - ἐπὶ γῆς, εἶμαι [[ἄγονος]], Ἑβδ. (Δ΄, Βασ. β΄, 19), [[ἔνθα]] διάφ. γρ. ἀτεκνουμένη, ἀλλὰ πρβλ. τὴν νέαν ἐκ τοῦ Ἑβρ. μετάφρ. τῆς Βιβλ. Ἑταιρείας.­­­­­­­ ― Οὐσιαστ., ἀτέκνωσις, ἡ, [[στείρωσις]], Βασιλ. τ. 2. σ. 121Α.
|lstext='''ἀτεκνόω''': καθιστῶ τινα ἄτεκνον, Εὐστ. Πονημάτ. 306. 55: - Παθ. στεροῦμαι τῶν τέκνων μου, Ἀνθ. Π. 14, 40­­­ - ἐπὶ γῆς, εἶμαι [[ἄγονος]], Ἑβδ. (Δ΄, Βασ. β΄, 19), [[ἔνθα]] διάφ. γρ. ἀτεκνουμένη, ἀλλὰ πρβλ. τὴν νέαν ἐκ τοῦ Ἑβρ. μετάφρ. τῆς Βιβλ. Ἑταιρείας.­­­­­­­ ― Οὐσιαστ., ἀτέκνωσις, ἡ, [[στείρωσις]], Βασιλ. τ. 2. σ. 121Α.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />rendre stérile.<br />'''Étymologie:''' [[ἄτεκνος]].
}}
}}