ἀτιμαγελέω: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_2)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀτῑμᾰγελέω''': [[καταλείπω]] τὴν ἀγέλην, ἐπὶ ταύρου, ὁ δὲ [[ταῦρος]], [[ὅταν]] ὥρα τῆς ὀχείας ᾖ, [[τότε]] γίνεται [[σύννομος]] καὶ μάχεται τοῖς ἄλλοις, τὸν δὲ πρότερον χρόνον μετ’ [[ἀλλήλων]] εἰσίν, ὃ καλεῖται ἀτιμαγελεῖν Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 18, 16., μηδὲν ἀτιμαγελοῦντες, [[μηδαμῶς]] καταλείποντες τὴν ἀγέλην, 9. 3, 4, Θεόκρ. 9, 5. ΙΙ. μεταφ., ὑπερφρονῶ, [[ὑπερηφανεύομαι]], Λουκ. Λεξιφ. 10.
|lstext='''ἀτῑμᾰγελέω''': [[καταλείπω]] τὴν ἀγέλην, ἐπὶ ταύρου, ὁ δὲ [[ταῦρος]], [[ὅταν]] ὥρα τῆς ὀχείας ᾖ, [[τότε]] γίνεται [[σύννομος]] καὶ μάχεται τοῖς ἄλλοις, τὸν δὲ πρότερον χρόνον μετ’ [[ἀλλήλων]] εἰσίν, ὃ καλεῖται ἀτιμαγελεῖν Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 18, 16., μηδὲν ἀτιμαγελοῦντες, [[μηδαμῶς]] καταλείποντες τὴν ἀγέλην, 9. 3, 4, Θεόκρ. 9, 5. ΙΙ. μεταφ., ὑπερφρονῶ, [[ὑπερηφανεύομαι]], Λουκ. Λεξιφ. 10.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> abandonner le troupeau par dédain ; s’égarer;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> déserter.<br />'''Étymologie:''' [[ἀτιμαγέλης]].
}}
}}