αὐτοδαής: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_7)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''αὐτοδαής''': -ές, [[αὐτοδίδακτος]], ἀρετὰ Διαγόρ. ἐν Bgk. Λυρ. σ. 846: ὀρχήματ’ αὐτοδαῆ, «αὐτομαθῆ, ἃ σὺ σαυτὸν ἐδίδαξας» (Σχόλ.) Σοφ. Αἴ. 700.
|lstext='''αὐτοδαής''': -ές, [[αὐτοδίδακτος]], ἀρετὰ Διαγόρ. ἐν Bgk. Λυρ. σ. 846: ὀρχήματ’ αὐτοδαῆ, «αὐτομαθῆ, ἃ σὺ σαυτὸν ἐδίδαξας» (Σχόλ.) Σοφ. Αἴ. 700.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui s’apprend de soi-même, <i>càd</i> sans étude, naturel.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[διδάσκω]].
}}
}}