αὐτόροφος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_16)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''αὐτόροφος''': -ον, ἀφ’ [[ἑαυτοῦ]] ἐστεγασμένος, ὁ ἀφ’ [[ἑαυτοῦ]] ἔχων ὀροφήν, πέτραι Ὀππ. Ἁλ. 1. 22· σκηναὶ· Διον. Ἁλ. 1. 79· [[αὐτόροφος]] [[στέγη]], φυσικὴ [[στέγη]], Αἰλ. π. Ζ. 16. 17.
|lstext='''αὐτόροφος''': -ον, ἀφ’ [[ἑαυτοῦ]] ἐστεγασμένος, ὁ ἀφ’ [[ἑαυτοῦ]] ἔχων ὀροφήν, πέτραι Ὀππ. Ἁλ. 1. 22· σκηναὶ· Διον. Ἁλ. 1. 79· [[αὐτόροφος]] [[στέγη]], φυσικὴ [[στέγη]], Αἰλ. π. Ζ. 16. 17.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui forme un abri naturel.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[ὄροφος]].
}}
}}