αὐχενίζω: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_13b)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''αὐχενίζω''': μέλλ. Ἀττ. ῐῶ, (αὐχὴν) [[ἀποκόπτω]] τὸν αὐχένα, λαιμοτομῶ, [[ἀποκεφαλίζω]], τοὺς μὲν ηὐχένιζε Σοφ. Αἴ. 298. 2) ἐν Φίλωνι 1. 654 (πρβλ. 2. 372) πιθ. [[ἄγχω]], [[ἀποπνίγω]], [[στραγγαλίζω]]· αὕτη δὲ ἡ [[ἔννοια]] μνημονεύεται ἐκ τῶν Ἱππιατρ. σ. 41. 22.
|lstext='''αὐχενίζω''': μέλλ. Ἀττ. ῐῶ, (αὐχὴν) [[ἀποκόπτω]] τὸν αὐχένα, λαιμοτομῶ, [[ἀποκεφαλίζω]], τοὺς μὲν ηὐχένιζε Σοφ. Αἴ. 298. 2) ἐν Φίλωνι 1. 654 (πρβλ. 2. 372) πιθ. [[ἄγχω]], [[ἀποπνίγω]], [[στραγγαλίζω]]· αὕτη δὲ ἡ [[ἔννοια]] μνημονεύεται ἐκ τῶν Ἱππιατρ. σ. 41. 22.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i> [[ηὐχένιζον]];<br /><b>1</b> décapiter, égorger;<br /><b>2</b> comprimer le cou ; étouffer.<br />'''Étymologie:''' [[αὐχήν]].
}}
}}