αὐτοσφαγής: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_8)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''αὐτοσφᾰγής''': -ές, ὁ ὑφ’ [[ἑαυτοῦ]] ἤ ὑπὸ τῶν [[ἑαυτοῦ]] συγγενῶν σφαγεῖς· ἀμφότεραι αἱ ἔννοιαι ὑπάρχουσιν ἐν Σοφ. Αἴ. 841· αὐτοσφαγῆ πίπτοντα, τὼς αὐτοσφαγεῖς πρὸς τῶν φιλίστων ἐκγόνων ὀλοίατο· κατὰ τὸν Σχολ. οἱ στίχοι οὗτοι ἐθεωροῦντο νόθοι· ἀλλ’ ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ πρβλ. Εὐρ. Φοιν. 1316.
|lstext='''αὐτοσφᾰγής''': -ές, ὁ ὑφ’ [[ἑαυτοῦ]] ἤ ὑπὸ τῶν [[ἑαυτοῦ]] συγγενῶν σφαγεῖς· ἀμφότεραι αἱ ἔννοιαι ὑπάρχουσιν ἐν Σοφ. Αἴ. 841· αὐτοσφαγῆ πίπτοντα, τὼς αὐτοσφαγεῖς πρὸς τῶν φιλίστων ἐκγόνων ὀλοίατο· κατὰ τὸν Σχολ. οἱ στίχοι οὗτοι ἐθεωροῦντο νόθοι· ἀλλ’ ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ πρβλ. Εὐρ. Φοιν. 1316.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui s’égorge lui-même, qui meurt égorgé par un des siens.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[σφάζω]].
}}
}}