αὐτογέννητος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_16)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''αὐτογέννητος''': -ον, = [[αὐτογενής]]: κοιμήματά τε αὐτογέννητ’ ... μητρός, καὶ κοιμήματα μητρὸς [[μετὰ]] τοῦ ἐξ αὐτῆς γεννηθέντος τέκνου, Σοφ. Ἀντ. 864˙ - [[ὡσαύτως]], αὐτογεννήτωρ, ορος, ὁ, αὐτὸς ὁ [[πατήρ]], Ἐπιφάν. τ. 1. σ. 239Α.
|lstext='''αὐτογέννητος''': -ον, = [[αὐτογενής]]: κοιμήματά τε αὐτογέννητ’ ... μητρός, καὶ κοιμήματα μητρὸς [[μετὰ]] τοῦ ἐξ αὐτῆς γεννηθέντος τέκνου, Σοφ. Ἀντ. 864˙ - [[ὡσαύτως]], αὐτογεννήτωρ, ορος, ὁ, αὐτὸς ὁ [[πατήρ]], Ἐπιφάν. τ. 1. σ. 239Α.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />né du propre sein (de qqn) : αὐτογέννητα κοιμήματα [[ματρός]] SOPH commerce d’une mère (Jocaste) avec son propre enfant.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[γεννάω]].
}}
}}