ἀχρώματος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀχρώματος''': -ον, ὁ στερούμενος χρώματος, Πλάτ. Φαῖδρ. 247C, Πλούτ. 297Α. 2) ὁ μὴ ἐρυθριῶν, [[ἀναιδής]], Α Β. 475, 9, Σουΐδ. ἐν λέξει [[ἄχρωμος]].
|lstext='''ἀχρώματος''': -ον, ὁ στερούμενος χρώματος, Πλάτ. Φαῖδρ. 247C, Πλούτ. 297Α. 2) ὁ μὴ ἐρυθριῶν, [[ἀναιδής]], Α Β. 475, 9, Σουΐδ. ἐν λέξει [[ἄχρωμος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />sans couleur.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[χρῶμα]].
}}
}}