βαδιστικός: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_10)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βαδιστικός''': -ή, -όν, [[καλός]], ἱκανὸς εἰς τὸ περιπατεῖν, Ἀριστοφ. Βάτρ. 128· τὸ βαδιστικόν, [[ἱκανότης]] πρὸς τὸ περιπατεῖν, Ἀριστ. Ἑρμην. 12. - Ἐπίρρ. -κῶς Ζωναρ.
|lstext='''βαδιστικός''': -ή, -όν, [[καλός]], ἱκανὸς εἰς τὸ περιπατεῖν, Ἀριστοφ. Βάτρ. 128· τὸ βαδιστικόν, [[ἱκανότης]] πρὸς τὸ περιπατεῖν, Ἀριστ. Ἑρμην. 12. - Ἐπίρρ. -κῶς Ζωναρ.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />propre à marcher ; bon marcheur.<br />'''Étymologie:''' [[βαδίζω]].
}}
}}