αὐθιγενής: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_12)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''αὐθιγενής''': Ἰων. [[αὐτιγενής]], ές: -[[αὐτόχθων]], [[ἰθαγενής]], [[ἐπιχώριος]], [[ἐντόπιος]], Λατ. indigena, τῷ αὐτιγενεῖ θεῷ Ἡρόδ. 4. 180, πρβλ. Διο. Ἁλ. 1. 9· αὐτιγενεῖς ποταμοὶ Σκυθικοί, οἱ [[ἐκεῖ]] ἔχοντες τὰς πηγὰς αὐτῶν, Ἡρόδ. 4. 48· τὸ δὲ [[ὕδωρ]] τὸ ἐν τῇ λίμνῃ αὐτογενὲς μὲν οὐκ ἔστι, δὲν πηγάζει [[ἐκεῖ]], ὁ αὐτ. 2. 149· [[κυπάρισσος]] Εὐρ. Ἀποσπ. 475a· [[οἶνος]] Ἀναξανδρίδης ἐν «Πρωτεσιλάῳ» 1. 70· [[γνήσιος]], [[εἰλικρινής]], [[ἰάλεμος]] Εὐρ. Ρῆσ. 895· «[[αὐθιγενής]]. [[αὐτόχθων]], [[γνήσιος]], [[ἰθαγενής]].» καὶ «αὐθιγενές· ἐγγενές, ἐπίγονον» Ἡσύχ.
|lstext='''αὐθιγενής''': Ἰων. [[αὐτιγενής]], ές: -[[αὐτόχθων]], [[ἰθαγενής]], [[ἐπιχώριος]], [[ἐντόπιος]], Λατ. indigena, τῷ αὐτιγενεῖ θεῷ Ἡρόδ. 4. 180, πρβλ. Διο. Ἁλ. 1. 9· αὐτιγενεῖς ποταμοὶ Σκυθικοί, οἱ [[ἐκεῖ]] ἔχοντες τὰς πηγὰς αὐτῶν, Ἡρόδ. 4. 48· τὸ δὲ [[ὕδωρ]] τὸ ἐν τῇ λίμνῃ αὐτογενὲς μὲν οὐκ ἔστι, δὲν πηγάζει [[ἐκεῖ]], ὁ αὐτ. 2. 149· [[κυπάρισσος]] Εὐρ. Ἀποσπ. 475a· [[οἶνος]] Ἀναξανδρίδης ἐν «Πρωτεσιλάῳ» 1. 70· [[γνήσιος]], [[εἰλικρινής]], [[ἰάλεμος]] Εὐρ. Ρῆσ. 895· «[[αὐθιγενής]]. [[αὐτόχθων]], [[γνήσιος]], [[ἰθαγενής]].» καὶ «αὐθιγενές· ἐγγενές, ἐπίγονον» Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />né dans le lieu même : αὐτιγενὴς <i>(ion.)</i> [[θεός]] HDT dieu indigène ; ποταμὸς [[αὐθιγενής]] HDT fleuve qui a sa source dans le pays ; [[οὐκ]] αὐθιγενὲς [[ὕδωρ]] HDT eau qui ne vient pas d’une source naturelle.<br />'''Étymologie:''' [[αὖθι]], [[γένος]].
}}
}}