διάτροπος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''διάτροπος''': -ον, [[ποικίλος]] τὰς διαθέσεις, [[εὐμετάβλητος]], [[ἀσταθής]], τρόποις Εὐρ. Ι.Α. 560.
|lstext='''διάτροπος''': -ον, [[ποικίλος]] τὰς διαθέσεις, [[εὐμετάβλητος]], [[ἀσταθής]], τρόποις Εὐρ. Ι.Α. 560.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />changeant, mobile.<br />'''Étymologie:''' [[διατρέπω]].
}}
}}