κακοφυής: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_7)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κακοφυής''': -ές, (φυὴ) ὁ ἔχων κακὰ φυσικὰ ἐλαττώματα, κατὰ τὴν ψυχὴν Πλάτ. Πολ. 410Α. ΙΙ. (φύομαι), ὁ κακῶς φυόμενος Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 11, 8.
|lstext='''κακοφυής''': -ές, (φυὴ) ὁ ἔχων κακὰ φυσικὰ ἐλαττώματα, κατὰ τὴν ψυχὴν Πλάτ. Πολ. 410Α. ΙΙ. (φύομαι), ὁ κακῶς φυόμενος Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 11, 8.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> qui pousse mal;<br /><b>2</b> d’une nature <i>ou</i> d’une constitution mauvaise.<br />'''Étymologie:''' [[κακός]], [[φύω]].
}}
}}