συμβιβαστικός: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_11)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συμβῐβαστικός''': -ή, -όν, ὁ ἄγων εἰς συμβιβασμόν, εἰς συνδιαλλαγήν, Πλουτ. Ἀλκιβ. 14.
|lstext='''συμβῐβαστικός''': -ή, -όν, ὁ ἄγων εἰς συμβιβασμόν, εἰς συνδιαλλαγήν, Πλουτ. Ἀλκιβ. 14.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />conciliant.<br />'''Étymologie:''' [[συμβιβάζω]].
}}
}}