βαρύγυιος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_17)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βᾰρύγυιος''': -ον, ὁ βάρος προξενῶν εἰς τὰ [[μέλη]], κοπιαστικός, κέλευθα Ὀππ. Ἁλ. 5. 63· [[νοῦσος]] Ἀνθ. ΙΙ. 6. 190.
|lstext='''βᾰρύγυιος''': -ον, ὁ βάρος προξενῶν εἰς τὰ [[μέλη]], κοπιαστικός, κέλευθα Ὀππ. Ἁλ. 5. 63· [[νοῦσος]] Ἀνθ. ΙΙ. 6. 190.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui alourdit les membres, fatigant, accablant.<br />'''Étymologie:''' [[βαρύς]], [[γυῖον]].
}}
}}