βασκαντικός: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_10)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βασκαντικός''': -ή, -όν, [[ὑβριστικός]], [[φθονερός]], φιλοκατήγορος, Πλούτ. 2.682D.
|lstext='''βασκαντικός''': -ή, -όν, [[ὑβριστικός]], [[φθονερός]], φιλοκατήγορος, Πλούτ. 2.682D.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui jette un sort, envieux, méchant.<br />'''Étymologie:''' [[βασκαίνω]].
}}
}}