βλίτον: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_21)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βλίτον''': τό, [[εἶδος]] φυτοῦ, λάχανόν τι, Θεόπομπ. Κωμ. Φιν. 1, Θεόφρ. Ἱ. Φ. 1. 14, 2· κατὰ πληθ., Δίφιλ. ἐν Ἀπλ. 1.
|lstext='''βλίτον''': τό, [[εἶδος]] φυτοῦ, λάχανόν τι, Θεόπομπ. Κωμ. Φιν. 1, Θεόφρ. Ἱ. Φ. 1. 14, 2· κατὰ πληθ., Δίφιλ. ἐν Ἀπλ. 1.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />blette, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. incertaine.
}}
}}