βαρύφρων: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_19)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βᾰρύφρων''': ον,γεν.-ονος,([[φρήν]]) [[βαρύθυμος]], [[μελαγχολικός]],[[κατηφής]], συντυχίαι Λυρ. παρὰ Στοβ. Ἐκλ. 1.174· -[[ἄγριος]], [[ταῦρος]] Λυκόφρ. 464. 2) σπουδαῖον ἔχων σκοπὸν ([[βαθύφρων]], Kiessling), Θεόκρ. 25.110,Ἀπολλ.Ρόδ. Δ.731.
|lstext='''βᾰρύφρων''': ον,γεν.-ονος,([[φρήν]]) [[βαρύθυμος]], [[μελαγχολικός]],[[κατηφής]], συντυχίαι Λυρ. παρὰ Στοβ. Ἐκλ. 1.174· -[[ἄγριος]], [[ταῦρος]] Λυκόφρ. 464. 2) σπουδαῖον ἔχων σκοπὸν ([[βαθύφρων]], Kiessling), Θεόκρ. 25.110,Ἀπολλ.Ρόδ. Δ.731.
}}
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br /><b>1</b> dont l’esprit est accablé, triste ; <i>ou simpl.</i> grave;<br /><b>2</b> au cœur dur : cruel, sauvage.<br />'''Étymologie:''' [[βαρύς]], [[φρήν]].
}}
}}