βάσιμος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_3)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βάσιμος''': [ᾰ], -ον, (βαίνω) ὃν δύναταί τις νὰ διαβῇ, [[βατός]], [[προσιτός]], Δημ. 763. 5· [[χρόνος]] ἱστορίᾳ βας. Πλούτ. Θησ. 1.
|lstext='''βάσιμος''': [ᾰ], -ον, (βαίνω) ὃν δύναταί τις νὰ διαβῇ, [[βατός]], [[προσιτός]], Δημ. 763. 5· [[χρόνος]] ἱστορίᾳ βας. Πλούτ. Θησ. 1.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />où l’on peut marcher, accessible.<br />'''Étymologie:''' [[βαίνω]].
}}
}}