βασίλεια: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_10)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βᾰσίλειᾰ''': ἡ, βασιλέα Πίνδ.Ν.1.59· ([[βασιλεύς]]) - [[βασίλισσα]], [[ἡγεμονίς]],γυνὴ βασιλικῆς καταγωγῆς,Ὀδ. Δ.770, Αἰσχύλ. Ἀγ. 84,κτλ.· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ θεαινῶν, [[βασίλεια]] θεά, ἀμφότερα [[ὁμοῦ]], Ἀριστοφ. Εἰρ. 794· β. γύναι Αἰσχύλ. Πέρσ. 623, Εὐρ. Ἠλ. 988.Πρβλ. [[βασίλη]],[[βασιλίς]],[[βασίλισσα]].
|lstext='''βᾰσίλειᾰ''': ἡ, βασιλέα Πίνδ.Ν.1.59· ([[βασιλεύς]]) - [[βασίλισσα]], [[ἡγεμονίς]],γυνὴ βασιλικῆς καταγωγῆς,Ὀδ. Δ.770, Αἰσχύλ. Ἀγ. 84,κτλ.· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ θεαινῶν, [[βασίλεια]] θεά, ἀμφότερα [[ὁμοῦ]], Ἀριστοφ. Εἰρ. 794· β. γύναι Αἰσχύλ. Πέρσ. 623, Εὐρ. Ἠλ. 988.Πρβλ. [[βασίλη]],[[βασιλίς]],[[βασίλισσα]].
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ας (ἡ) :<br />reine, princesse.<br />'''Étymologie:''' [[βασιλεύς]].<br /><span class="bld">2</span><i>plur. de</i> [[βασίλειος]] <i>ou de</i> βασίλειον.
}}
}}