βοηθέω: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_12)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βοηθέω''': Ἰων. [[βωθέω]] (ὡς πρέπει πιθ. νὰ διορθωθῇ παρὰ τῷ Ἡροδότῳ, ὁπουδήποτε τὰ χειρόγρ. παρέχουσιν τὸν ἕτερον τύπον, Δινδ. Διαλ. Ἡροδ. σ. VIII.): μέλ. –ήσω, κτλ. Ὡς τὸ [[βοηδρομέω]] (πρβλ. [[βοηθόος]]), [[ἔρχομαι]] εἰς ἐπικουρίαν, βοηθῶ, [[ὑποστηρίζω]], συνεργῶ, μ. δοτ. προσ., Ἡρόδ. 1. 82, Εὐρ. Ι. Α. 79 · [[πρός]] τινα Ξεν. Ἑλλ. 1. 2, 3 · τινι [[ἀντία]] τινός Ἡρόδ. 5. 99 · τινι [[πρός]] τι Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 38 · ναυσὶ β. τινι, βοηθῶ τινα μὲ ..., [[αὐτόθι]] 1. 6, 22 · [[ὡσαύτως]], β. τινὶ τὰ δίκαια ὁ αὐτ. Ἀπομν. 2. 6, 25 · ἔτι καὶ, β. τοῖς τῶν προγόνων ἀτυχήμασιν Αἰσχίν. 78. 3 · β. τῷ λόγῳ τῇ ὑποθέσει κτλ., Πλάτ. Φαίδων 88Ε, κτλ. · β. τῷ θεῷ, [[ὑπερασπίζω]] τὰ δίκαιά του, Φίλιππ. παρὰ Δημ. 280 · β. τοῖς νόμοις Αίσχίν. 5. 23, κτλ. · ἐπὶ ἰατροῦ, Πλούτ. Ἀλεξ. 19. 2) ἀπολ., [[παρέχω]] βοήθειαν, [[σπεύδω]] εἰς σωτηρίαν, Ἡρόδ. 1. 30., 7. 158, κτλ. Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 608 · β. [[παρά]] τινα Ἡρόδ. 9. 57 · ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], ἐπί τινα, [[ἐναντίον]] τινός, Ἡρόδ. 1. 62, Θουκ. 1. 126, κτλ. · β. ἐς ἢ ἐπὶ τόπον Ἡρόδ. 6. 103., 4. 125, Θουκ., κλ. · [[ἐκεῖσε]] Δημ. 52. 1 · β. [[πρός]] τι, [[προάγω]] σκοπόν τινα, [[ἐφαρμόζω]], Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 1, 2, ἢ [[ἀποκρούω]], ὁ αὐτ. Πολιτ. 8, ἐν τέλ., Ἱστ. Ζ. 9. 37, 9 · χρήμασι, μὲ χρήματα, ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 5. 2, 2 · ἀπρόσ., βοηθεῖ [[πρός]] τι, [[εἶναι]] ὠφέλιμον, συντελεῖ ..., Θεόφρ. Ἱ. Φ. 9. 20, 1. 3) Παθ., βοηθοῦμαι, [[δέχομαι]], [[λαμβάνω]] βοήθειαν, Διοσκ. 4. 83, Πλούτ. 2 687Ε, 689Β, 720C · βοηθήσομαι Ἑβδ. · ἐβοηθήθην [[αὐτόθι]] · ἀπροσ., ἐμοὶ βεβοήθηται τῷ τεθνεῶτι Ἀντιφῶν 116. 36 · [[ταύτῃ]] μοι βεβοηθημένον ἐγεγόνει φιλοσοφίᾳ Πλάτ. Ἐπ. 347Ε.
|lstext='''βοηθέω''': Ἰων. [[βωθέω]] (ὡς πρέπει πιθ. νὰ διορθωθῇ παρὰ τῷ Ἡροδότῳ, ὁπουδήποτε τὰ χειρόγρ. παρέχουσιν τὸν ἕτερον τύπον, Δινδ. Διαλ. Ἡροδ. σ. VIII.): μέλ. –ήσω, κτλ. Ὡς τὸ [[βοηδρομέω]] (πρβλ. [[βοηθόος]]), [[ἔρχομαι]] εἰς ἐπικουρίαν, βοηθῶ, [[ὑποστηρίζω]], συνεργῶ, μ. δοτ. προσ., Ἡρόδ. 1. 82, Εὐρ. Ι. Α. 79 · [[πρός]] τινα Ξεν. Ἑλλ. 1. 2, 3 · τινι [[ἀντία]] τινός Ἡρόδ. 5. 99 · τινι [[πρός]] τι Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 38 · ναυσὶ β. τινι, βοηθῶ τινα μὲ ..., [[αὐτόθι]] 1. 6, 22 · [[ὡσαύτως]], β. τινὶ τὰ δίκαια ὁ αὐτ. Ἀπομν. 2. 6, 25 · ἔτι καὶ, β. τοῖς τῶν προγόνων ἀτυχήμασιν Αἰσχίν. 78. 3 · β. τῷ λόγῳ τῇ ὑποθέσει κτλ., Πλάτ. Φαίδων 88Ε, κτλ. · β. τῷ θεῷ, [[ὑπερασπίζω]] τὰ δίκαιά του, Φίλιππ. παρὰ Δημ. 280 · β. τοῖς νόμοις Αίσχίν. 5. 23, κτλ. · ἐπὶ ἰατροῦ, Πλούτ. Ἀλεξ. 19. 2) ἀπολ., [[παρέχω]] βοήθειαν, [[σπεύδω]] εἰς σωτηρίαν, Ἡρόδ. 1. 30., 7. 158, κτλ. Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 608 · β. [[παρά]] τινα Ἡρόδ. 9. 57 · ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], ἐπί τινα, [[ἐναντίον]] τινός, Ἡρόδ. 1. 62, Θουκ. 1. 126, κτλ. · β. ἐς ἢ ἐπὶ τόπον Ἡρόδ. 6. 103., 4. 125, Θουκ., κλ. · [[ἐκεῖσε]] Δημ. 52. 1 · β. [[πρός]] τι, [[προάγω]] σκοπόν τινα, [[ἐφαρμόζω]], Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 1, 2, ἢ [[ἀποκρούω]], ὁ αὐτ. Πολιτ. 8, ἐν τέλ., Ἱστ. Ζ. 9. 37, 9 · χρήμασι, μὲ χρήματα, ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 5. 2, 2 · ἀπρόσ., βοηθεῖ [[πρός]] τι, [[εἶναι]] ὠφέλιμον, συντελεῖ ..., Θεόφρ. Ἱ. Φ. 9. 20, 1. 3) Παθ., βοηθοῦμαι, [[δέχομαι]], [[λαμβάνω]] βοήθειαν, Διοσκ. 4. 83, Πλούτ. 2 687Ε, 689Β, 720C · βοηθήσομαι Ἑβδ. · ἐβοηθήθην [[αὐτόθι]] · ἀπροσ., ἐμοὶ βεβοήθηται τῷ τεθνεῶτι Ἀντιφῶν 116. 36 · [[ταύτῃ]] μοι βεβοηθημένον ἐγεγόνει φιλοσοφίᾳ Πλάτ. Ἐπ. 347Ε.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> ἐβοήθουν, <i>f.</i> βοηθήσω, <i>ao.</i> ἐβοήθησα, <i>pf.</i> βεβοήθηκα;<br /><i>Pass. pf.</i> βεβοήθημαι;<br /><i>litt.</i> courir au secours, <i>d’où</i> venir au secours de : τινι, [[πρός]] τινα, de qqn ; <i>p. anal.</i> β. τινι τὰ δίκαια XÉN aider qqn à faire prévaloir son droit ; β. τοῖς νόμοις ESCHN venir au secours des lois ; <i>en parl. d’un médecin</i> donner ses soins (à un malade).<br />'''Étymologie:''' DELG [[βοή]], [[θέω]].
}}
}}