βεβουλευμένως: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_6)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βεβουλευμένως''': ἐπίρρ. παθ. πρκμ. τοῦ βουλεύομαι, [[ἐσκεμμένως]], ἐπίτηδες, Λατ. ex consulto, Δημ. 527. 21.
|lstext='''βεβουλευμένως''': ἐπίρρ. παθ. πρκμ. τοῦ βουλεύομαι, [[ἐσκεμμένως]], ἐπίτηδες, Λατ. ex consulto, Δημ. 527. 21.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />avec réflexion, à dessein.<br />'''Étymologie:''' βεβουλευμένος, part. pf. de βουλεύομαι.
}}
}}