βουφόνος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_16)
(Bailly1_1)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''βουφόνος''': -ον, [[βοῦς]] φονεύων, [[βοῦς]] θυσιάζων, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 436· - ὡς οὐσιαστ., [[ἱερεύς]], Παυσ. 1. 28, 10· [[ἀλλά]], β. [[θεράπων]] Ἀθήν. 456C sq. ΙΙ. ὁ καθ’ ὃν ἢ δι’ ὃν βόες νέοι σφάζονται, θοῖναι Αἰσχύλ. Πρ. 531.
|lstext='''βουφόνος''': -ον, [[βοῦς]] φονεύων, [[βοῦς]] θυσιάζων, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 436· - ὡς οὐσιαστ., [[ἱερεύς]], Παυσ. 1. 28, 10· [[ἀλλά]], β. [[θεράπων]] Ἀθήν. 456C sq. ΙΙ. ὁ καθ’ ὃν ἢ δι’ ὃν βόες νέοι σφάζονται, θοῖναι Αἰσχύλ. Πρ. 531.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui tue <i>ou</i> immole des bœufs;<br /><b>2</b> où l’on immole des bœufs.<br />'''Étymologie:''' [[βοῦς]], πέφνειν.
}}
}}