γάποτος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''γάποτος''': ον [ᾱ], ὃν δύναται νὰ καταπἰῃ ἡ γῆ, γ. [[χύσις]], γ. τιμαί, ἐπὶ σπονδῶν, Αἰσχύλ. Χο. 97, 163, Πέρσ. 621· πρβλ. [[γάπεδον]].
|lstext='''γάποτος''': ον [ᾱ], ὃν δύναται νὰ καταπἰῃ ἡ γῆ, γ. [[χύσις]], γ. τιμαί, ἐπὶ σπονδῶν, Αἰσχύλ. Χο. 97, 163, Πέρσ. 621· πρβλ. [[γάπεδον]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>dor.</i><br />qui doit être bu par la terre (liquide, libation, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[γῆ]], [[πίνω]].
}}
}}