γλυκύθυμος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_17)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''γλῠκύθῡμος''': -ον, ὁ γλυκεῖαν ἔχων ψυχήν, γλυκεῖαν διάθεσιν, Ἰλ. Υ. 467· ἐπὶ τῶν Ἐπικουρείων, Λουκ. Ἑρμοτ. 16. II. ἐνεργ., ὁ τέρπων τὸ [[πνεῦμα]], τὴν ψυχήν, εὐφρόσυνος, [[τερπνός]], [[ἔρως]], [[ὕπνος]] Ἀριστοφ. Λυσ. 551, Νεφ. 705.
|lstext='''γλῠκύθῡμος''': -ον, ὁ γλυκεῖαν ἔχων ψυχήν, γλυκεῖαν διάθεσιν, Ἰλ. Υ. 467· ἐπὶ τῶν Ἐπικουρείων, Λουκ. Ἑρμοτ. 16. II. ἐνεργ., ὁ τέρπων τὸ [[πνεῦμα]], τὴν ψυχήν, εὐφρόσυνος, [[τερπνός]], [[ἔρως]], [[ὕπνος]] Ἀριστοφ. Λυσ. 551, Νεφ. 705.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> d’humeur douce et facile;<br /><b>2</b> charmant, délicieux.<br />'''Étymologie:''' [[γλυκύς]], [[θυμός]].
}}
}}