3,274,873
edits
(6_10) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γεωργικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ [[ἐπιτήδειος]] εἰς καλλιεργίαν, σκεύη, [[βίος]] Ἀριστοφ. Εἰρ. 552, 590· ὁ γ. [[λεώς]], ὁ χωρικὸς [[λαός]], ὁ αὐτ. 920· κόποι γ. Συλλ. Ἐπιγρ. 4659· [[βιβλίον]] περὶ τῆς ἀγροτικῆς οἰκονομίας, Πλούτ. Κάτ. Πρεσβ. 25·―ἡ γ. (ἐνν. [[τέχνη]]), καλλιεργία τῆς γῆς, Πλάτ. Νόμ. 889Β, κτλ.·―τὰ γεωργικά, χωράφια, Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 1044D· ἀλλ᾿ ὡσαύτ., [[πραγματεία]] περὶ γεωργίας, Ἀθήν. 649D. ΙΙ. [[ἐπιτήδειος]], [[ἔμπειρος]] περὶ τὴν γεωργίαν, Ἀριστ. Πολ. 4. 3, 2·―ὡς οὐσιαστ., καλὸς [[γεωργός]], Πλάτ. Ἀπολ. 20Β, κτλ.· ὁ ἐπιδιώκων, ἀγαπῶν ἀγροτικὰ ἔργα, Πλούτ. 2. 268Β·―ἐπιρρ. –κῶς Κλήμ. Ἀλ. 325, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 141. | |lstext='''γεωργικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ [[ἐπιτήδειος]] εἰς καλλιεργίαν, σκεύη, [[βίος]] Ἀριστοφ. Εἰρ. 552, 590· ὁ γ. [[λεώς]], ὁ χωρικὸς [[λαός]], ὁ αὐτ. 920· κόποι γ. Συλλ. Ἐπιγρ. 4659· [[βιβλίον]] περὶ τῆς ἀγροτικῆς οἰκονομίας, Πλούτ. Κάτ. Πρεσβ. 25·―ἡ γ. (ἐνν. [[τέχνη]]), καλλιεργία τῆς γῆς, Πλάτ. Νόμ. 889Β, κτλ.·―τὰ γεωργικά, χωράφια, Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 1044D· ἀλλ᾿ ὡσαύτ., [[πραγματεία]] περὶ γεωργίας, Ἀθήν. 649D. ΙΙ. [[ἐπιτήδειος]], [[ἔμπειρος]] περὶ τὴν γεωργίαν, Ἀριστ. Πολ. 4. 3, 2·―ὡς οὐσιαστ., καλὸς [[γεωργός]], Πλάτ. Ἀπολ. 20Β, κτλ.· ὁ ἐπιδιώκων, ἀγαπῶν ἀγροτικὰ ἔργα, Πλούτ. 2. 268Β·―ἐπιρρ. –κῶς Κλήμ. Ἀλ. 325, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 141. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>I.</b> d’agriculture, d’agriculteur;<br /><b>II.</b> <i>en parl. de pers.</i><br /><b>1</b> expert en agriculture ; ὁ [[γεωργικός]] habile agriculteur, bon fermier;<br /><b>2</b> amateur d’agriculture;<br /><i>Sp.</i> γεωργικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[γεωργός]]. | |||
}} | }} |