γυμνητεύω: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_6)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''γυμνητεύω''': εἶμαι ἐλαφρῶς ἐνδεδυμένος, Δίων Χρυσ. 25· εἶμαι ἐλαφρῶς ὡπλισμένος, Πλούτ. Αἰμιλ. 16. 2) εἶμαι [[γυμνός]], Α' Ἐπιστ. π. Κορινθ. δ', 11· ([[γυμνιτεύω]], ἡμαρτ. γραφή).
|lstext='''γυμνητεύω''': εἶμαι ἐλαφρῶς ἐνδεδυμένος, Δίων Χρυσ. 25· εἶμαι ἐλαφρῶς ὡπλισμένος, Πλούτ. Αἰμιλ. 16. 2) εἶμαι [[γυμνός]], Α' Ἐπιστ. π. Κορινθ. δ', 11· ([[γυμνιτεύω]], ἡμαρτ. γραφή).
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés.</i><br />être armé à la légère.<br />'''Étymologie:''' [[γυμνής]].
}}
}}