βωμολόχευμα: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_21)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βωμολόχευμα''': τό, [[κολακεία]], μόνον κατὰ πληθ., χαμερπεῖς κολακεῖαι, ἀπρεπὲς καὶ ταπεινὸν [[σκῶμμα]], Ἀριστοφ. Ἱππ. 902, Εἰρ. 748.
|lstext='''βωμολόχευμα''': τό, [[κολακεία]], μόνον κατὰ πληθ., χαμερπεῖς κολακεῖαι, ἀπρεπὲς καὶ ταπεινὸν [[σκῶμμα]], Ἀριστοφ. Ἱππ. 902, Εἰρ. 748.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />trait de moquerie bouffonne.<br />'''Étymologie:''' [[βωμολοχεύομαι]].
}}
}}