3,273,773
edits
(6_11) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δειλία''': ἡ, τὸ νὰ εἶναί τις [[δειλός]], [[φόβος]], [[ἀνανδρία]], Ἡρόδ. 1. 37, Σοφ. Ο. Τ. 536, κτλ.· δειλίην [[ὀφλεῖν]], κατηγορεῖσθαι ἐπὶ ἀνανδρίᾳ, Ἡρόδ. 8. 26· δειλίας [[ὀφλεῖν]] (ἐνν. δίκην) Ἀνδοκ. 10. 21· [[ἔνοχος]] δειλίας (ἐνν. δίκῃ) Λυσ. 140. 1. μεταξὺ δειλίας καὶ θρασύτητος κεῖται ἡ [[ἀνδρεία]] Ἀριστ. Ἠ. Ν. 3, 9. | |lstext='''δειλία''': ἡ, τὸ νὰ εἶναί τις [[δειλός]], [[φόβος]], [[ἀνανδρία]], Ἡρόδ. 1. 37, Σοφ. Ο. Τ. 536, κτλ.· δειλίην [[ὀφλεῖν]], κατηγορεῖσθαι ἐπὶ ἀνανδρίᾳ, Ἡρόδ. 8. 26· δειλίας [[ὀφλεῖν]] (ἐνν. δίκην) Ἀνδοκ. 10. 21· [[ἔνοχος]] δειλίας (ἐνν. δίκῃ) Λυσ. 140. 1. μεταξὺ δειλίας καὶ θρασύτητος κεῖται ἡ [[ἀνδρεία]] Ἀριστ. Ἠ. Ν. 3, 9. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />lâcheté, pusillanimité.<br />'''Étymologie:''' [[δειλός]]. | |||
}} | }} |