δειραχθής: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_7)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''δειραχθής''': -ές, βαρὺς ἐπὶ τοῦ τραχήλου, Ἀνθ. Π. 6. 179, [[ἔνθα]] ὁ Brunck ἐξ εἰκασίας δειραγχής, [[πνιγηρός]].
|lstext='''δειραχθής''': -ές, βαρὺς ἐπὶ τοῦ τραχήλου, Ἀνθ. Π. 6. 179, [[ἔνθα]] ὁ Brunck ἐξ εἰκασίας δειραγχής, [[πνιγηρός]].
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />lourd au cou.<br />'''Étymologie:''' [[δειρή]], [[ἄχθος]].
}}
}}