3,273,093
edits
(6_15) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δημᾰγωγός''': ὁ, ὁ ἄγων τὸν δῆμον, εὐνοούμενος τοῦ λαοῦ, [[ἀρχηγός]], ἐπὶ τοῦ Περικλέους, Ἰσοκρ. 184D· δ. ἀγαθοὶ Λυσ. 178. 33· ἀλλὰ συνήθως, 2)ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὁ ἄγων τὸν ὄχλον, [[ἄνθρωπος]] [[ἄνευ]] ἀρχῶν, φατριαστικὸς [[ῥήτωρ]], οἷος ὁ Κλέων, Θουκ. 4. 21, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 27, κτλ.· λόγοι δημαγωγοῦ, ἔργα τυράννου Ἀνδοκ. 32. 37· ἔστι γὰρ δ. ὁ τοῦ δήμου [[κόλαξ]] Ἀριστ. Πολ. 5. 11, 12, πρβλ. 4. 4, 28, κτλ.· πρβλ. [[δημηγόρος]]. | |lstext='''δημᾰγωγός''': ὁ, ὁ ἄγων τὸν δῆμον, εὐνοούμενος τοῦ λαοῦ, [[ἀρχηγός]], ἐπὶ τοῦ Περικλέους, Ἰσοκρ. 184D· δ. ἀγαθοὶ Λυσ. 178. 33· ἀλλὰ συνήθως, 2)ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὁ ἄγων τὸν ὄχλον, [[ἄνθρωπος]] [[ἄνευ]] ἀρχῶν, φατριαστικὸς [[ῥήτωρ]], οἷος ὁ Κλέων, Θουκ. 4. 21, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 27, κτλ.· λόγοι δημαγωγοῦ, ἔργα τυράννου Ἀνδοκ. 32. 37· ἔστι γὰρ δ. ὁ τοῦ δήμου [[κόλαξ]] Ἀριστ. Πολ. 5. 11, 12, πρβλ. 4. 4, 28, κτλ.· πρβλ. [[δημηγόρος]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> qui conduit <i>ou</i> gouverne le peuple;<br /><b>2</b> qui capte la faveur du peuple, démagogue.<br />'''Étymologie:''' [[δῆμος]], [[ἄγω]]. | |||
}} | }} |