δεσποτικός: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_11)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δεσποτικός''': -ή, -όν, ὁ τοῦ δεσπότου, ἀνήκων ἢ [[κατάλληλος]] εἰς δεσπότην ἢ κύριον, δεσποτικαὶ συμφοραί, δυστυχίαι καταλαμβάνουσαι τὸν κύριόν τινος, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 64· δ. δίκαιον, τὸ δίκαιον τοῦ κυρίου, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 6, 8· ὑπομένειν τὴν δ. ἀρχὴν ὁ αὐτ. Πολ. 3. 14, 6· ἡ δ. = [[δεσποτεία]], ὁ αὐτ. 1. 3, 2· οὕτω, τὸ δ. Πλάτ. Νόμ. 697C. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ἔχων κλίσιν πρὸς δεσποτείαν, [[τυραννικός]], ὁ αὐτ. Πολιτ. 344C, κτλ.· [[ὀλιγαρχία]] δ. Ἀριστ. Πολ. 5. 6, 16· [[δῆμος]] [[αὐτόθι]] 4. 4, 27, κτλ. – Ἐπιρρ. –κῶς, Ἰσοκρ. 62C, Ἀριστ. Πολ. 4. 10, 3. 2) [[μετὰ]] γεν., ἐξασκῶ δεσποτικὴν ἐξουσίαν ἐπί τινος, τινος ὁ αὐτ. Οἰκ. 13. 5· [[οὕτως]], ἐστὶ δὲ τυραννὶς [[μοναρχία]] δ. τῆς πολιτικῆς κοινωνίας ὁ αὐτ. Πολ. 3. 8, 2, πρβλ. 4. 4, 28.
|lstext='''δεσποτικός''': -ή, -όν, ὁ τοῦ δεσπότου, ἀνήκων ἢ [[κατάλληλος]] εἰς δεσπότην ἢ κύριον, δεσποτικαὶ συμφοραί, δυστυχίαι καταλαμβάνουσαι τὸν κύριόν τινος, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 64· δ. δίκαιον, τὸ δίκαιον τοῦ κυρίου, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 6, 8· ὑπομένειν τὴν δ. ἀρχὴν ὁ αὐτ. Πολ. 3. 14, 6· ἡ δ. = [[δεσποτεία]], ὁ αὐτ. 1. 3, 2· οὕτω, τὸ δ. Πλάτ. Νόμ. 697C. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ἔχων κλίσιν πρὸς δεσποτείαν, [[τυραννικός]], ὁ αὐτ. Πολιτ. 344C, κτλ.· [[ὀλιγαρχία]] δ. Ἀριστ. Πολ. 5. 6, 16· [[δῆμος]] [[αὐτόθι]] 4. 4, 27, κτλ. – Ἐπιρρ. –κῶς, Ἰσοκρ. 62C, Ἀριστ. Πολ. 4. 10, 3. 2) [[μετὰ]] γεν., ἐξασκῶ δεσποτικὴν ἐξουσίαν ἐπί τινος, τινος ὁ αὐτ. Οἰκ. 13. 5· [[οὕτως]], ἐστὶ δὲ τυραννὶς [[μοναρχία]] δ. τῆς πολιτικῆς κοινωνίας ὁ αὐτ. Πολ. 3. 8, 2, πρβλ. 4. 4, 28.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui concerne un maître, du maître;<br /><b>2</b> qui exerce un pouvoir absolu sur, gén.;<br /><b>3</b> enclin à un pouvoir absolu, despotique.<br />'''Étymologie:''' [[δεσπότης]].
}}
}}