δηξίθυμος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_16)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δηξίθῡμος''': -ον, = [[δακέθυμος]], [[θυμοδακής]], ὁ τὴν ψυχὴν δάκνων, κατατρώγων, φθείρων, ἐπὶ τοῦ ἔρωτος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 744· κωμικῶς, δ. [[ὀξάλμη]] Σώπατ. παρ᾿ Ἀθήν. 101Β.
|lstext='''δηξίθῡμος''': -ον, = [[δακέθυμος]], [[θυμοδακής]], ὁ τὴν ψυχὴν δάκνων, κατατρώγων, φθείρων, ἐπὶ τοῦ ἔρωτος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 744· κωμικῶς, δ. [[ὀξάλμη]] Σώπατ. παρ᾿ Ἀθήν. 101Β.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui ronge, <i>litt.</i> qui mord le cœur.<br />'''Étymologie:''' [[δάκνω]], [[θυμός]].
}}
}}