διακώλυσις: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_8)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διακώλῡσις''': -εως, ἡ, ἐμπόδιον, παρεμπόδισις, αἱ τῶν ἀναιρέσεων δ. Πλάτ. Πολ. 169Ε· τῶν προαιρέσεων Ἀριστ. Ρητ. Ἀλ. 2, 3.
|lstext='''διακώλῡσις''': -εως, ἡ, ἐμπόδιον, παρεμπόδισις, αἱ τῶν ἀναιρέσεων δ. Πλάτ. Πολ. 169Ε· τῶν προαιρέσεων Ἀριστ. Ρητ. Ἀλ. 2, 3.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />action d’empêcher.<br />'''Étymologie:''' [[διακωλύω]].
}}
}}