διαπλέω: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_13a)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαπλέω''': μέλλ. -πλεύσομαι, [[πλέω]] διὰ μέσου, Θουκ. 4. 25· Μέγαράδε Λυσ. 121. 31· εἰς Αἴγιναν Ἀριστοφ. Σφηξ. 122, κτλ.· μετ’ αἰτιατ., δ. τὸ [[πέλαγος]] Πλούτ. 2. 206D, Ἐπιγρ. Ἑλλ. 642. 13· μεταφ., δ. βίον Πλάτ. Φαίδωνι 85D· πρβλ. [[διαπλέκω]].
|lstext='''διαπλέω''': μέλλ. -πλεύσομαι, [[πλέω]] διὰ μέσου, Θουκ. 4. 25· Μέγαράδε Λυσ. 121. 31· εἰς Αἴγιναν Ἀριστοφ. Σφηξ. 122, κτλ.· μετ’ αἰτιατ., δ. τὸ [[πέλαγος]] Πλούτ. 2. 206D, Ἐπιγρ. Ἑλλ. 642. 13· μεταφ., δ. βίον Πλάτ. Φαίδωνι 85D· πρβλ. [[διαπλέκω]].
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>ao.</i> διέπλευσα;<br /><b>1</b> naviguer à travers ; <i>fig.</i> δ. βίον PLAT faire la traversée de la vie;<br /><b>2</b> aborder.<br />'''Étymologie:''' [[πλέω]].
}}
}}