δειροκύπελλον: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_21)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δειροκύπελλον''': τό, [[ποτήριον]] [[μετὰ]] μακροῦ λαιμοῦ, Λουκ. Λεξιφ. 7.
|lstext='''δειροκύπελλον''': τό, [[ποτήριον]] [[μετὰ]] μακροῦ λαιμοῦ, Λουκ. Λεξιφ. 7.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />vase à long col.<br />'''Étymologie:''' [[δειρή]], [[κύπελλον]].
}}
}}