διανέμω: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_13a)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διανέμω''': μέλλ. -νεμῶ· πρκμ. -νενέμηκα· - διαμοιράζω, κατ’ ἀναλογίαν [[παρέχω]], τινί τι Ἀριστοφ. Πλ. 510, Πλάτ. Νόμ. 830Ε, κτλ.· τι ἐπί τι ὁ αὐτ. Θεαιτ. 194D· δ. μέρη, διαμοιράζω εἰς μέρη, ὀ αὐτ. Νόμ. 756Β, πρβλ. Τιμ. 35C, καὶ ἴδε ἐν λ. [[διακρίνω]]· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], δ. κατὰ μέρη ὀ αὐτ. Νόμ. 758Ε· δ. ἑαυτόν, διαμοιράζει ἑαυτὸν μεταξὺ πολλῶν φίλων, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 10, 4· ὁ διανέμων, ὁ [[διανομεύς]], ὁ αὐτ. 5. 9, 10. - Μέσ., διαμοιράζω ἀμοιβαίως· πληθ., μοιραζόμεθα [[μεταξύ]] μας, Ἀνδοκ. 17. 38, Πλάτ. Γοργ. 523Α, κτλ.· δ. τὰ τῶν πλουσίων Ἀριστ. Πολ. 3. 10, 2· [[ὡσαύτως]], διανειμάμενοι δίχ’ ἑαυτούς Πλάτ. Κωμ. Συμμ. 2· πρβλ. [[ψῆφος]] Π. 4. - Παθ., δ. εἰς τὸν λαόν, διαδίδομαι μεταξὺ τοῦ λαοῦ, Πράξ. Ἀποστ. δ’ , 17. ΙΙ. βάλλω εἰς τάξιν, κυβερνῶ, ἄστυ Πίνδ. Π. 4. 465, πρβλ. 8. 90.
|lstext='''διανέμω''': μέλλ. -νεμῶ· πρκμ. -νενέμηκα· - διαμοιράζω, κατ’ ἀναλογίαν [[παρέχω]], τινί τι Ἀριστοφ. Πλ. 510, Πλάτ. Νόμ. 830Ε, κτλ.· τι ἐπί τι ὁ αὐτ. Θεαιτ. 194D· δ. μέρη, διαμοιράζω εἰς μέρη, ὀ αὐτ. Νόμ. 756Β, πρβλ. Τιμ. 35C, καὶ ἴδε ἐν λ. [[διακρίνω]]· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], δ. κατὰ μέρη ὀ αὐτ. Νόμ. 758Ε· δ. ἑαυτόν, διαμοιράζει ἑαυτὸν μεταξὺ πολλῶν φίλων, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 10, 4· ὁ διανέμων, ὁ [[διανομεύς]], ὁ αὐτ. 5. 9, 10. - Μέσ., διαμοιράζω ἀμοιβαίως· πληθ., μοιραζόμεθα [[μεταξύ]] μας, Ἀνδοκ. 17. 38, Πλάτ. Γοργ. 523Α, κτλ.· δ. τὰ τῶν πλουσίων Ἀριστ. Πολ. 3. 10, 2· [[ὡσαύτως]], διανειμάμενοι δίχ’ ἑαυτούς Πλάτ. Κωμ. Συμμ. 2· πρβλ. [[ψῆφος]] Π. 4. - Παθ., δ. εἰς τὸν λαόν, διαδίδομαι μεταξὺ τοῦ λαοῦ, Πράξ. Ἀποστ. δ’ , 17. ΙΙ. βάλλω εἰς τάξιν, κυβερνῶ, ἄστυ Πίνδ. Π. 4. 465, πρβλ. 8. 90.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> διανεμῶ, <i>etc.</i><br />partager, distribuer : δ. τινί [[τι]] attribuer à qqn une part de qch ; <i>fig.</i> δ. ἑαυτόν ARSTT se partager (entre des amis);<br /><i><b>Moy.</b></i> διανέμομαι partager entre soi.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[νέμω]].
}}
}}