3,276,901
edits
(6_13b) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρέχω''': μέλλ. θρέξομαι (ἀπο-) Ἀριστοφ. Νεφ. 1001, (μετα-) ὁ αὐτ. ἐν Εἰρήν. 161, (περι-) ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 193· θρέξω μόνον παρὰ Λυκόφρ. 108· ἀλλὰ ἀποθρέξεις Πλάτ. Κωμικ. ἐν Ἀδήλ. 65· - ἀόρ. α΄ ἔθρεξα (ἴδε κατωτ.)· - ἀλλ. ὁ [[συνήθης]] μέλλ. καὶ ἀόρ. παράγονται ἐξ ἑτέρας ῥίζης ΔΡΑΜ, δηλ. δρᾰμοῦμαι Εὐρ. Ὀρ. 878, Ξεν., κλπ.· Ἰων. δραμέομαι Ἡρόδ. 8. 102· μεταγεν. δραμῶ Ἑβδ., κλπ.· ἀλλὰ ὑπερδραμῶ Φιλέταιρος ἐν «Ἀταλάντῃ» 1· δράμομαι ἐν συνθέσει, ἀναδράμεται Ἀνθ. Π. 9. 575· ἀόρ. β΄ ἔδρᾰμον, ἴδε κατωτ.· - πρκμ. δεδράμηκα [ᾰ], Φιλήμων ἐν «Κοινωνοῖς» 1, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 220· (ἀνα-) Ἡρόδ. 8. 55, (κατα-) Ξενοφ., (περι-, συν-) Πλάτ.· ποιητ. πρκμ. δέδρομα (ἀνα-, ἐπι-) Ὀδ. - Παθ., πρκμ. δεδράμημαι (ἐπι-) Ξεν. Οἰκ. 12. 1. - Τὸ [[ῥῆμα]] [[εἶναι]] [[μᾶλλον]] σπάνιον παρ’ Ὁμήρῳ, [[ὅστις]] ἔχει τὸν ἐνεστ. ἐν Ἰλ. Ψ. 520, Ὀδ. Ι. 386· ἐν δὲ Ἰλ. Σ. 599, 602, τὸν Ἰων. ἀόριστ. θρέξασκον (ἔθρεξα ἦτο καὶ ἀρχ. Ἀττικ. [[τύπος]], Εὐρ. Ι. Α. 1569, Ἀριστοφ. Νεφ. 1005, Θεσμ. 657)· ἀλλ’ ὁ [[συνήθης]] ἀόριστ. ἦτο [[ἔδραμον]], Ἰλ. Ψ. 393, Ὀδ. Ψ. 207, κλπ. - Δωρ. [[τράχω]] [ᾰ], Böckh διάφορ. γραφ. ἐν Πινδ. Π. 2. 34 (45)· μέλλ. θράξομαι, θραξοῦμαι, Ἡσύχ. (Ἐκ τῆς √ΤΡΕΧ παράγονται καὶ αἱ λέξ. τρόχος, τροχός, τρόχις, κλπ., πρβλ. Γοτθ. thrag-ja ([[τρέχω]]), Ἀγγλο-Σαξον. prah (decursus temporis)· - ἴδε [[ὡσαύτως]] [[τράχηλος]]). Ὡς καὶ νῦν, [[τρέχω]], Λατιν. curro, ἐπὶ ἀνθρώπων, Ὅμηρ., κλπ.· ἰθὺ δραμὼν Ὀδ. Ψ. 207· θρέξασκον ἐπισταμένοισι πόδεσσιν Ἰλ. Σ. 599· ἅμα τινὶ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 217· ᾤχεο τρέχων Ἐπίχ. 20 Ahr.· βαδίζειν καὶ τρ. Πλάτ. Γοργ. 468A· τρέχων ἀντίθετον τῷ [[βάδην]], Ξεν. Κύρ. 2. 2, 30· τρ. χερσίν, οὐ ποδωκίᾳ σκελῶν Αἰσχύλ. Εὐμ. 37· - ἐπὶ ἵππων, αἱ δὲ οἱ ἵπποι ἀμφὶς ὁδοῦ δραμέτην Ἰλ. Ψ. 393, 520· -[[συχνάκις]] ἡ μετοχὴ προσάπτεται εἰς ἕτερον [[ῥῆμα]], τί οὐ τρέχων σὺ τὰς τραπέζας ἐκφέρεις; διὰ τί δὲν τρέχεις νὰ φέρῃς ἔξω τὰς τραπέζας; Πλάτ. Κωμ. ἐν «Λάκωσιν» 1, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 327B· ἴδε κατωτ. 2. 2) ἐπὶ πραγμάτων, κινοῦμαι [[ταχέως]], τὸ δὲ [[[τρύπανον]]] τρ. ἐμμενὲς αἰεὶ Ὀδ. Ι. 386, πρβλ. Ἰλ. Ξ. 413· ἐπὶ πλοίου, παρὰ γῆν ἔδραμεν Θέογν. 856, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 1083· τὸ δ’ ἐν ποσί μοι τράχον ἴτω τεὸν [[χρέος]], ὦ παῖ, ...ἐμᾷ ποτανὸν ἀμφὶ μαχανᾷ, τὸ δὲ νῦν ἐνώπιόν μου ὄν, δηλ. ὁ ὀφειλόμενός σοι [[ἔπαινος]], ὦ νεανίσκε, ἂς ὑπάγῃ τρέχον γενόμενον ὑπόπτερον διὰ τῆς ἐμῆς τέχνης, Πινδ. Π. 8. 45· ἐπὶ καρδίαν ... ἔδραμε σταγὼν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1121· [[ἔρις]] δραμοῦσα τοῦ προσωτάτω, διατρέξασα τὸ στάδιόν της, Σοφ. Αἴ. 731· ἐὰν δέ γ’ ἡμῶν σῦκά τις μεσημβρίας τρώγων καθεύδῃ χλωρά, πυρετὸς [[εὐθέως]] ἥκει τρέχων Νικοφ. ἐν «Σειρ.» 1. II. μετ’ αἰτιατ. τόπου, ὃς ἔδραμε ῥόθια Εὐρ. Ἑλ. 1118 (λυρικ. [[χωρίον]])· ὁ [[ἵππος]] τρ. καὶ πρανῆ καὶ ὄρεια Ξεν. Ἱππ. 8, 1· - παρὰ πεζογράφοις τὸ θέω φαίνεται συνηθέστερον ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ ἔν τισι φράσεσιν [[εἶναι]] αποκλειστικῶς ἐν χρήσει, π.χ. θεῖν δρόμῳ (οὐχὶ τρέχειν) Ἀριστοφ. Ὄρν. 205, Θουκ. 3. 111, Ξεν. Ἀν. 1. 8, 18. 2) [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., τρ. δρόμον, βῆμα, ἀγῶνα, δίαυλον Εὐρ. Ἠλ. 883, 954· τὸν γὰρ ὕστατον τρέχων δίαυλον τοῦ βίου ζῆν [[βούλομαι]] Ἄλεξις ἐν «Τραυματίᾳ» 1, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 220, κλπ.· [[συχν]]. μεταφορ., ἀγῶνα δρ., διακινδυνεύειν, Εὐρ. Ἄλκ. 489, Ι. Α. 1456· ἀγῶνα θανάσιμον δρ. ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 878· πολλοὺς ἀγῶνας [[δραμεῖν]] περὶ [[σφέων]] αὐτέων, περὶ ζωῆς ἢ σωτηρίας, Ἡρόδ. 7. 57., 8. 102· κινδύνων τὸν μέγιστον τρ. Διον. Ἁλ. 4. 47· τὸν [[ὑπὲρ]] ψυχῆς ἀγῶνα, κίνδυνον ὑπέρ τῆς ψυχῆς τρ. ὁ αὐτ. 7. 48., 4. 4· ἐσχάτην τρ. Πολύβ. 1. 87, 3, κλπ.· - [[ἐνίοτε]] ἡ αἰτιατ. παραλείπεται, τρ. περὶ [[ἑωυτοῦ]], μὴ κίνδυνον τῆς ἰδίας του ζωῆς, Ἡρόδ. 7. 57· περὶ τῆς ψυχῆς ὁ αὐτ. 9. 37· φόνου πέρι Εὐρ. Ἠλ. 1264· περὶ τῆς νίκης Ξεν. Ἀν. 1. 5, 8, πρβλ. θέω Ι. 2, [[δρόμος]] Ι. 2. [[κρέας]] ἐν τέλει. 2) παρ’ ἓν [[πάλαισμα]] ἔδραμε [[νικᾶν]], ὀλίγον ἔλειψε νὰ νικήσῃ, Ἡρόδ. 9. 33, πρβλ. παρὰ Γ. 1, [[τριάζω]] Ι. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρήσ. σελ. 531. | |lstext='''τρέχω''': μέλλ. θρέξομαι (ἀπο-) Ἀριστοφ. Νεφ. 1001, (μετα-) ὁ αὐτ. ἐν Εἰρήν. 161, (περι-) ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 193· θρέξω μόνον παρὰ Λυκόφρ. 108· ἀλλὰ ἀποθρέξεις Πλάτ. Κωμικ. ἐν Ἀδήλ. 65· - ἀόρ. α΄ ἔθρεξα (ἴδε κατωτ.)· - ἀλλ. ὁ [[συνήθης]] μέλλ. καὶ ἀόρ. παράγονται ἐξ ἑτέρας ῥίζης ΔΡΑΜ, δηλ. δρᾰμοῦμαι Εὐρ. Ὀρ. 878, Ξεν., κλπ.· Ἰων. δραμέομαι Ἡρόδ. 8. 102· μεταγεν. δραμῶ Ἑβδ., κλπ.· ἀλλὰ ὑπερδραμῶ Φιλέταιρος ἐν «Ἀταλάντῃ» 1· δράμομαι ἐν συνθέσει, ἀναδράμεται Ἀνθ. Π. 9. 575· ἀόρ. β΄ ἔδρᾰμον, ἴδε κατωτ.· - πρκμ. δεδράμηκα [ᾰ], Φιλήμων ἐν «Κοινωνοῖς» 1, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 220· (ἀνα-) Ἡρόδ. 8. 55, (κατα-) Ξενοφ., (περι-, συν-) Πλάτ.· ποιητ. πρκμ. δέδρομα (ἀνα-, ἐπι-) Ὀδ. - Παθ., πρκμ. δεδράμημαι (ἐπι-) Ξεν. Οἰκ. 12. 1. - Τὸ [[ῥῆμα]] [[εἶναι]] [[μᾶλλον]] σπάνιον παρ’ Ὁμήρῳ, [[ὅστις]] ἔχει τὸν ἐνεστ. ἐν Ἰλ. Ψ. 520, Ὀδ. Ι. 386· ἐν δὲ Ἰλ. Σ. 599, 602, τὸν Ἰων. ἀόριστ. θρέξασκον (ἔθρεξα ἦτο καὶ ἀρχ. Ἀττικ. [[τύπος]], Εὐρ. Ι. Α. 1569, Ἀριστοφ. Νεφ. 1005, Θεσμ. 657)· ἀλλ’ ὁ [[συνήθης]] ἀόριστ. ἦτο [[ἔδραμον]], Ἰλ. Ψ. 393, Ὀδ. Ψ. 207, κλπ. - Δωρ. [[τράχω]] [ᾰ], Böckh διάφορ. γραφ. ἐν Πινδ. Π. 2. 34 (45)· μέλλ. θράξομαι, θραξοῦμαι, Ἡσύχ. (Ἐκ τῆς √ΤΡΕΧ παράγονται καὶ αἱ λέξ. τρόχος, τροχός, τρόχις, κλπ., πρβλ. Γοτθ. thrag-ja ([[τρέχω]]), Ἀγγλο-Σαξον. prah (decursus temporis)· - ἴδε [[ὡσαύτως]] [[τράχηλος]]). Ὡς καὶ νῦν, [[τρέχω]], Λατιν. curro, ἐπὶ ἀνθρώπων, Ὅμηρ., κλπ.· ἰθὺ δραμὼν Ὀδ. Ψ. 207· θρέξασκον ἐπισταμένοισι πόδεσσιν Ἰλ. Σ. 599· ἅμα τινὶ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 217· ᾤχεο τρέχων Ἐπίχ. 20 Ahr.· βαδίζειν καὶ τρ. Πλάτ. Γοργ. 468A· τρέχων ἀντίθετον τῷ [[βάδην]], Ξεν. Κύρ. 2. 2, 30· τρ. χερσίν, οὐ ποδωκίᾳ σκελῶν Αἰσχύλ. Εὐμ. 37· - ἐπὶ ἵππων, αἱ δὲ οἱ ἵπποι ἀμφὶς ὁδοῦ δραμέτην Ἰλ. Ψ. 393, 520· -[[συχνάκις]] ἡ μετοχὴ προσάπτεται εἰς ἕτερον [[ῥῆμα]], τί οὐ τρέχων σὺ τὰς τραπέζας ἐκφέρεις; διὰ τί δὲν τρέχεις νὰ φέρῃς ἔξω τὰς τραπέζας; Πλάτ. Κωμ. ἐν «Λάκωσιν» 1, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 327B· ἴδε κατωτ. 2. 2) ἐπὶ πραγμάτων, κινοῦμαι [[ταχέως]], τὸ δὲ [[[τρύπανον]]] τρ. ἐμμενὲς αἰεὶ Ὀδ. Ι. 386, πρβλ. Ἰλ. Ξ. 413· ἐπὶ πλοίου, παρὰ γῆν ἔδραμεν Θέογν. 856, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 1083· τὸ δ’ ἐν ποσί μοι τράχον ἴτω τεὸν [[χρέος]], ὦ παῖ, ...ἐμᾷ ποτανὸν ἀμφὶ μαχανᾷ, τὸ δὲ νῦν ἐνώπιόν μου ὄν, δηλ. ὁ ὀφειλόμενός σοι [[ἔπαινος]], ὦ νεανίσκε, ἂς ὑπάγῃ τρέχον γενόμενον ὑπόπτερον διὰ τῆς ἐμῆς τέχνης, Πινδ. Π. 8. 45· ἐπὶ καρδίαν ... ἔδραμε σταγὼν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1121· [[ἔρις]] δραμοῦσα τοῦ προσωτάτω, διατρέξασα τὸ στάδιόν της, Σοφ. Αἴ. 731· ἐὰν δέ γ’ ἡμῶν σῦκά τις μεσημβρίας τρώγων καθεύδῃ χλωρά, πυρετὸς [[εὐθέως]] ἥκει τρέχων Νικοφ. ἐν «Σειρ.» 1. II. μετ’ αἰτιατ. τόπου, ὃς ἔδραμε ῥόθια Εὐρ. Ἑλ. 1118 (λυρικ. [[χωρίον]])· ὁ [[ἵππος]] τρ. καὶ πρανῆ καὶ ὄρεια Ξεν. Ἱππ. 8, 1· - παρὰ πεζογράφοις τὸ θέω φαίνεται συνηθέστερον ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ ἔν τισι φράσεσιν [[εἶναι]] αποκλειστικῶς ἐν χρήσει, π.χ. θεῖν δρόμῳ (οὐχὶ τρέχειν) Ἀριστοφ. Ὄρν. 205, Θουκ. 3. 111, Ξεν. Ἀν. 1. 8, 18. 2) [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., τρ. δρόμον, βῆμα, ἀγῶνα, δίαυλον Εὐρ. Ἠλ. 883, 954· τὸν γὰρ ὕστατον τρέχων δίαυλον τοῦ βίου ζῆν [[βούλομαι]] Ἄλεξις ἐν «Τραυματίᾳ» 1, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 220, κλπ.· [[συχν]]. μεταφορ., ἀγῶνα δρ., διακινδυνεύειν, Εὐρ. Ἄλκ. 489, Ι. Α. 1456· ἀγῶνα θανάσιμον δρ. ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 878· πολλοὺς ἀγῶνας [[δραμεῖν]] περὶ [[σφέων]] αὐτέων, περὶ ζωῆς ἢ σωτηρίας, Ἡρόδ. 7. 57., 8. 102· κινδύνων τὸν μέγιστον τρ. Διον. Ἁλ. 4. 47· τὸν [[ὑπὲρ]] ψυχῆς ἀγῶνα, κίνδυνον ὑπέρ τῆς ψυχῆς τρ. ὁ αὐτ. 7. 48., 4. 4· ἐσχάτην τρ. Πολύβ. 1. 87, 3, κλπ.· - [[ἐνίοτε]] ἡ αἰτιατ. παραλείπεται, τρ. περὶ [[ἑωυτοῦ]], μὴ κίνδυνον τῆς ἰδίας του ζωῆς, Ἡρόδ. 7. 57· περὶ τῆς ψυχῆς ὁ αὐτ. 9. 37· φόνου πέρι Εὐρ. Ἠλ. 1264· περὶ τῆς νίκης Ξεν. Ἀν. 1. 5, 8, πρβλ. θέω Ι. 2, [[δρόμος]] Ι. 2. [[κρέας]] ἐν τέλει. 2) παρ’ ἓν [[πάλαισμα]] ἔδραμε [[νικᾶν]], ὀλίγον ἔλειψε νὰ νικήσῃ, Ἡρόδ. 9. 33, πρβλ. παρὰ Γ. 1, [[τριάζω]] Ι. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρήσ. σελ. 531. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> [[δραμοῦμαι]], <i>ao. rare</i> [[ἔθρεξα]], <i>ao.2</i> [[ἔδραμον]], <i>pf. en compos.</i> δεδράμηκα <i>et</i> [[δέδρομα]];<br />courir;<br /><b>1</b> <i>en gén.</i> : [[πόδεσσι]] IL aller de toute la vitesse de ses pieds ; πρανῆ καὶ ὄρεια XÉN courir par monts et par vaux ; ἀνὰ τὰ ὄρη XÉN courir par les montagnes ; [[εἴς]] τινα sur qqn, contre qqn ; <i>fig., en parl. de choses</i> se mouvoir rapidement;<br /><b>2</b> <i>particul.</i> courir dans la carrière : [[στάδιον]] PLUT courir le stade ; [[Ὀλύμπια]] PLUT courir, <i>càd</i> lutter à la course aux jeux Olympiques ; <i>p. ext.</i> ἀγῶνα EUR courir le risque d’une lutte ; παρ’ ἓν [[πάλαισμα]] ἔδραμε νικᾶν HDT il s’en fallut d’un assaut qu’il ne fût vainqueur ; <i>abs.</i> courir un danger : τρέχειν περὶ [[ἑαυτοῦ]] HDT, περὶ ψυχῆς HDT courir le risque de sa vie.<br />'''Étymologie:''' R. Τρεχ et Δραμ, courir. | |||
}} | }} |