3,251,386
edits
(6_13a) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διεκπλέω''': μέλλ. -πλεύσομαι, Ἰων. -[[πλώω]], ἀόρ. -έπλωσα˙ - ἐντελῶς [[διαπλέω]], [[διέρχομαι]] [[πλέων]], τὸν Ἑλλήσποντον Ἡρόδ. 7. 147˙ τὰς Κυανέας 4. 89˙ τὴν διώρυχα 7. 122˙ σχοίνους [[δυώδεκα]] 2. 29˙ [[ὡσαύτως]], Ἡρακλέων στηλέων 4. 42˙ ἀπολ., [[ἐκπλέω]], [[αὐτόθι]] 43. ΙΙ. ἐν τῇ ναυτικῇ πολεμικῇ γλώσσῃ, διασπῶ τὴν ἐχθρικὴν γραμμὴν [[πλέων]] διὰ μέσου αὐτῆς [[ὥστε]] νὰ [[δύναμαι]] νὰ [[προσβάλλω]] τὰ ἐχθρικὰ πλοῖα ἐκ τῶν πλαγίων ἢ [[ὄπισθεν]], Ἡρόδ. 6. 15, Θουκ. 1. 50., 7. 36˙ πρβλ. διέκπλους. | |lstext='''διεκπλέω''': μέλλ. -πλεύσομαι, Ἰων. -[[πλώω]], ἀόρ. -έπλωσα˙ - ἐντελῶς [[διαπλέω]], [[διέρχομαι]] [[πλέων]], τὸν Ἑλλήσποντον Ἡρόδ. 7. 147˙ τὰς Κυανέας 4. 89˙ τὴν διώρυχα 7. 122˙ σχοίνους [[δυώδεκα]] 2. 29˙ [[ὡσαύτως]], Ἡρακλέων στηλέων 4. 42˙ ἀπολ., [[ἐκπλέω]], [[αὐτόθι]] 43. ΙΙ. ἐν τῇ ναυτικῇ πολεμικῇ γλώσσῃ, διασπῶ τὴν ἐχθρικὴν γραμμὴν [[πλέων]] διὰ μέσου αὐτῆς [[ὥστε]] νὰ [[δύναμαι]] νὰ [[προσβάλλω]] τὰ ἐχθρικὰ πλοῖα ἐκ τῶν πλαγίων ἢ [[ὄπισθεν]], Ἡρόδ. 6. 15, Θουκ. 1. 50., 7. 36˙ πρβλ. διέκπλους. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> traverser en naviguant, acc. <i>ou</i> gén.;<br /><b>2</b> se faire jour avec des vaisseaux à travers.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἐκπλέω]]. | |||
}} | }} |