διασκώπτω: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_14)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διασκώπτω''': μεταξὺ [[σκώπτω]], [[κάμνω]] τινὰ ἀντικείμενον τῶν σκωμμάτων μου, τινὰ Πλούτ. 2. 82Β. ‒ Μέσ., ἀμοιβαίως ἀστεΐζομαι, [[ἀνταλλάσσω]] σκώμματα, Ξεν. Κύρ. 8. 4, 23.
|lstext='''διασκώπτω''': μεταξὺ [[σκώπτω]], [[κάμνω]] τινὰ ἀντικείμενον τῶν σκωμμάτων μου, τινὰ Πλούτ. 2. 82Β. ‒ Μέσ., ἀμοιβαίως ἀστεΐζομαι, [[ἀνταλλάσσω]] σκώμματα, Ξεν. Κύρ. 8. 4, 23.
}}
{{bailly
|btext=railler, acc. ; <i>Pass.</i> être échangé sous forme de railleries, de plaisanteries <i>en parl. de propos</i>;<br /><i><b>Moy.</b></i> διασκώπτομαι plaisanter l’un avec l’autre, échanger des plaisanteries.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[σκώπτω]].
}}
}}