δίκαιος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_3)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δίκαιος''': [ῐ], -α, -ον, [[ὡσαύτως]] -ος, -ον, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 901, Ι. Τ. 1202, Διόδ. 5. 72 ([[δίκη]]). Α. παρ’ Ὁμ. καὶ τοῖς παλαιοτέροις συγγραφ., Ι. ἐπὶ προσώπων, ὁ τηρῶν τὰ ἔθιμα καὶ [[νόμιμα]], Ὀδ. Γ. 52· ἰδίως ἐπὶ κοινωνικῆς τάξεως, [[καλῶς]] συντεταγμένος, πεπολιτισμένος, ὡς τὸ Λατ. humanus, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰς ἀγρίας, ἀπολιτίστους φυλάς, ὑβρισταί τε καὶ [[ἄγριοι]] οὐδὲ δίκαιοι, ἀντίθ. φιλόξεινοι καί [[σφιν]] [[νόος]] ἐστὶ θεουδὴς Ὀδ. Ι. 175, Ν. 201, πρβλ. Θ. 575· [[οὕτως]] οἱ Γαλακτοφάγοι [[εἶναι]] δικαιότατοι, Ἰλ. Ν. 6· ὁ Χείρων [[εἶναι]] δικαιότατος Κενταύρων, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τοὺς ἀξέστους ἀδελφοὺς [[αὐτοῦ]], Ἰλ. Λ. 832, πρβλ. Θέογν. 314, 795· οὕτω καὶ δικαίη ζόη, [[κανονικός]], [[συνήθης]] [[τρόπος]] τοῦ ζῆν, ἀνεγνωρισμένος ὡς καλὸς καὶ ἀξιότιμος, Ἡρόδ. 2. 177· καὶ ἐν τῷ ἐπιρρ., δικαίως μνᾶσθαι, ἐπιζητῶ νὰ [[λάβω]] γυναῖκα [[προσηκόντως]], τιμίως, Ὀδ. Ξ. 90·- ὁ Σόλων μεταχειρίζεται τὸ ἐπίθ. ἐπὶ τῆς θαλάσσης, [[γαλήνιος]], [[ἤρεμος]], Ἀποσπ. 18. 4· ὑπὸ ζυγῷ λόφον δ. εἶχον, πιστῶς, ἐν ὑπακοῇ, Σοφ. Ἀντ. 292. 2) τηρῶν τοὺς νόμους ἢ κανόνας τοῦ ὀρθοῦ καὶ πρέποντος, «[[σωστός]]», ἀκριβὴς εἰς ὅλα τὰ καθήκοντα αὑτοῦ [[πρός]] τε τοὺς θεοὺς καὶ τοὺς ἀνθρώπους, [[ὅσιος]] καὶ [[δίκαιος]]· [[συχνάκις]] παρ’ Ὁμ. κτλ.· ἀντίθ. [[δυσσεβής]], Αἰσχύλ. Θήβ. 598, πρβλ. 610· βραδύτερον τοῦτο ἦτο δ. καὶ [[ὅσιος]], ἴδε Πλάτ. Γοργ. 507B· ὡς οὐσιαστ. =ὁ [[δίκαιος]] [[ἄνθρωπος]], Σοφ. Ἀντ. 741. ΙΙ. ἐπὶ πράξεων, κτλ., [[σύμφωνος]] πρὸς τὸ ὀρθόν, Ὅμ., κλπ.· ἐπὶ ῥηθέντι δικαίῳ, διὰ [[πρᾶγμα]] ὀρθῶς λεχθέν, Ὀδ. Σ. 413. Β. Περὶ τῆς μεταγεν. χρήσεως, Ι. περὶ πραγμάτων δυνάμεθα νὰ παραδεχθῶμεν τὴν διαίρεσιν τοῦ Ἀριστοτέλους ἐν Ἠθ. Ν. 5. 2, 8 ([[ἔνθα]] [[ὅμως]] παράγει τὴν λέξιν ἐκ τοῦ [[δίχα]])· 1) ὡς τὸ [[ἴσος]], [[ὁμαλός]], [[ἰσόρροπος]], [[σύμμετρος]], ἅρμα δίκαιον, [[ὁμαλῶς]] κινούμενον, Ξεν. Κύρ. 2. 2, 26· δικαιόταται ἀντιρροπαὶ Ἱππ. Ἄρθρ. 783· δικαιότατα μοχλεύειν [[αὐτόθι]]· -[[ὀρθός]], [[ἴσος]], [[ἀπροσωπόληπτος]], «ἀμερόληπτος», [[βάσανος]] Ἀντιφῶν 112. 23. β) κατὰ νόμους [[ἀκριβής]], [[αὐστηρός]], τῷ δικαιοτάτῳ τῶν λόγων. Ἡρόδ. 7. 108, πρβλ. Θουκ. 3. 44· πάντα δικαίως ἡμῑν τετήρηται Δημ. 515· 13· δικαίως ἐξετάζειν ὁ αὐτ. 564. 16·- ἐπὶ ἀριθμῶν, αἱ ἑκατὸν ὀργυιαὶ δίκαιαι Ἡρόδ. 2. 149. 2) [[ὀρθός]], [[νόμιμος]], ἰδίως τὸ δίκαιον, ἀντίθ. τὸ ἄδικον, Ἡρόδ. 1. 96, Αἰσχύλ. Πρ. 187, κτλ.· τὰ δίκαια κἄδικα Ἀριστοφ. Νεφ. 99, πρβλ. Ἀνδοκ. 17. 38· τὰ ἴσα καὶ δίκαια (ἴδε ἐν λ. [[ἴσος]] Ι. 2)· τοὐμὸν δ., «τὸ δίκῃο μου», Εὐρ. Ι. Α. 810· ἐλθεῖν ἐπὶ τοῦτο τὸ δίκαιον, Ἀντιφῶν 144. 14· τὰ δ. ποιεῖν τινι, [[κάμνω]] εἴς τινα ὅ,τι [[εἶναι]] ὀρθὸν καὶ δίκαιον, Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 10, κτλ.· τὰ δ. ἔχειν, λαμβάνειν, ἔχω, [[λαμβάνω]] ὅ,τι [[εἶναι]] δίκαιον, ὁ αὐτ. Ἀν. 7. 7, 14 καὶ 17· -τὰ δ. πράττεσθαί τινα, ἐπιβάλλειν τινὶ τὴν πρέπουσαν ποινήν, τιμωρεῖν τινα, Αἰσχύλ Ἀγ. 812· -ἐκ τοῦ δικαίου =δικαίως, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1435, Θουκ. 2. 89· [[μετὰ]] τοῦ δ. Λυσ. 191. 33· -τὸ δίκαιον [[εἶναι]] [[ὡσαύτως]] τὸ ὀφειλόμενον, [[νόμιμος]] [[ἀπαίτησις]], Θουκ. 3. 54, Δημ. 572. 14, κτλ.· τὰ πρὸς ἀλλήλους δίκαια, ἀμοιβαῖαι ὑποχρεώσεις ἢ συμφωνίαι, Πολύβ. 3. 21, 10· ἐπὶ συγκειμένοις τισὶ δικαίοις, ἐπὶ ὡρισμένοις τισὶν ὅροις, Διον. Ἁλ. 3. 51·- ἐπίρρ., ὀρθῶς, Ἡρόδ. 6.137, Αἰσχύλ. Ἀγ. 376, κτλ. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων τε καὶ πραγμάτων, ὡς τὸ Λατ. justus, [[πρέπων]] καὶ [[ὀρθός]], ἁρμόζων, δ. τοῦδε τοῦ φόνου ῥαφεὺς Αἰσχύλ. Ἀγ. 1604· [[κόσμος]] οὐ φέρειν [[δίκαιος]] ὁ αὐτ. Εὐμ. 55· [[σχῆμα]] σώματος Ἱππ. Ἄρθρ. 832· δ. πρὸς πᾶσαν ὁμιλίαν, [[κατάλληλος]], [[ἐπιτήδειος]] εἰς.., ὁ αὐτ. 19. 22· ἵππον δ. ποιεῖσθαί τινι, [[κάμνω]] ἵππον κατάλληλον πρὸς χρῆσιν ἑτέρου, Ξεν. Ἀπομν. 4. 4, 5, πρβλ. Κυν. 7, 4· [[ἀλλά]], [[ἵππος]] δ. τὴν σιαγόνα, ἔχων καλὸν [[στόμα]], [[Πολυδ]]. Α΄, 196. 2) [[πραγματικός]], [[γνήσιος]], συγγραφεὺς Λουκ. Ἱστ. Συγγραφ. 39· [[εἴπερ]] δικαίως ἔστ’ ἐμὸς, ἐὰν ἀληθῶς, [[ὄντως]] [[εἶναι]] [[ἰδικός]] μου, Σοφ. Αἴ. 547· οὐ δικαίου πολίτου, δὲν [[εἶναι]] [[ἔργον]] ἀληθοῦς, γνησίου, πιστοῦ πολίτου, δὲν ἀνήκει, δὲν ἁρμόζει εἰς.., Δημ. 34. 15. 3) καλὸς, [[πρέπων]], [[μέτριος]] Θουκ. 1. 76·- δικαίως, εὐλόγως, ὁ αὐτ. 6. 34, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 675·- συγκρ. -οτέρως Ἰσοκρ. Ἀντιδ. 181, κοινότερον -ότερον· ὑπερθ. -ότατα Ἀριστοφ. Ὄρν. 1222. Γ. Παρὰ πεζοῖς σημειωτέα ἡ προσωπ. σύνταξ., δίκαιός εἰμι, =δίκαιόν ἐστιν ἐμέ· μετ’ ἀπαρ., δίκαιοί ἐστε ἰέναι, =δίκαιόν ἐστιν ὑμᾶς.., Ἡρόδ. 9. 60, πρβλ. 8. 137· δ. εἰμι ἔχειν ὁ αὐτ. 9. 27· δ. εἰμι κολάζειν, ἔχω τὸ [[δικαίωμα]] νὰ τιμωρῶ, Ἀριστοφ. Νεφ. 1434· δ. ἐστι περιπεσεῖν κακοῖς Ἀντιφῶν 123. 17· δ. εἰσι ἀπιστότατοι [[εἶναι]], ἔχουσι δίκαιον νὰ δυσπιστῶσι, Θουκ. 4. 17· δ. βλάπτεσθαι Λυσ. 159. 6· δ. ἐστιν ἀπολωλέναι, dignus est qui pereat, Δημ. 74. 26· ὁ [[σπουδαῖος]] ἄρχειν δ., ἔχει [[δικαίωμα]] νὰ…, [[εἶναι]] δίκαιον νὰ…, Ἀριστ. Πολ. 3. 16, 10· σπανιώτερον ἐν τῷ συγκρ. καὶ ὑπερθ., δικαιότεροι χαρίζεσθαι Λυσ. 161. 13· δικαιότατος εἶ ἀπαγγέλλειν Πλάτ. Συμπ. 172B· πρβλ. [[κύριος]] Ι. Ἀλλὰ καὶ ἡ ἀπρόσωπ. [[σύνταξις]], δίκαιόν ἐστι, μετ’ ἀπαρ., [[ὡσαύτως]] [[εἶναι]] [[δόκιμος]], ὡς Ἡρόδ. 1. 39, Αἰσχύλ. Πρ. 611, κτλ.· [[ὡσαύτως]] κατὰ πλ., δίκαια γὰρ τόνδ’ εὐτυχεῑν Σοφ. Αἴ. 1126, πρβλ. Τρ. 495, 1116. -Ἐνίοτε δὲ εὑρίσκομεν καὶ δικαίως ἂν μετ’ εὐκτ., ὡς Πλάτ. Φαίδρ. 276A, Πολ. 331A. Δ. Ἐπίρρ. -ως, ἴδε ἀνωτ. Α Ι, Β ΙΙ, III, V, VI. [δικαίων [[μετὰ]] τῆς παραληγούσης βραχείας ἐν Ὀρφ. Ἀποσπ. 2. 2, [[ὅπερ]] ὑποδεικνύει τύπον δίκᾱος· καὶ παρ’ Ἡσυχ. ἔχομεν οὐ δίκαον· οὐ δίκαιον· -πρβλ. δείλαιος δείλαος, παλαιὸς πάλαος].
|lstext='''δίκαιος''': [ῐ], -α, -ον, [[ὡσαύτως]] -ος, -ον, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 901, Ι. Τ. 1202, Διόδ. 5. 72 ([[δίκη]]). Α. παρ’ Ὁμ. καὶ τοῖς παλαιοτέροις συγγραφ., Ι. ἐπὶ προσώπων, ὁ τηρῶν τὰ ἔθιμα καὶ [[νόμιμα]], Ὀδ. Γ. 52· ἰδίως ἐπὶ κοινωνικῆς τάξεως, [[καλῶς]] συντεταγμένος, πεπολιτισμένος, ὡς τὸ Λατ. humanus, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰς ἀγρίας, ἀπολιτίστους φυλάς, ὑβρισταί τε καὶ [[ἄγριοι]] οὐδὲ δίκαιοι, ἀντίθ. φιλόξεινοι καί [[σφιν]] [[νόος]] ἐστὶ θεουδὴς Ὀδ. Ι. 175, Ν. 201, πρβλ. Θ. 575· [[οὕτως]] οἱ Γαλακτοφάγοι [[εἶναι]] δικαιότατοι, Ἰλ. Ν. 6· ὁ Χείρων [[εἶναι]] δικαιότατος Κενταύρων, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τοὺς ἀξέστους ἀδελφοὺς [[αὐτοῦ]], Ἰλ. Λ. 832, πρβλ. Θέογν. 314, 795· οὕτω καὶ δικαίη ζόη, [[κανονικός]], [[συνήθης]] [[τρόπος]] τοῦ ζῆν, ἀνεγνωρισμένος ὡς καλὸς καὶ ἀξιότιμος, Ἡρόδ. 2. 177· καὶ ἐν τῷ ἐπιρρ., δικαίως μνᾶσθαι, ἐπιζητῶ νὰ [[λάβω]] γυναῖκα [[προσηκόντως]], τιμίως, Ὀδ. Ξ. 90·- ὁ Σόλων μεταχειρίζεται τὸ ἐπίθ. ἐπὶ τῆς θαλάσσης, [[γαλήνιος]], [[ἤρεμος]], Ἀποσπ. 18. 4· ὑπὸ ζυγῷ λόφον δ. εἶχον, πιστῶς, ἐν ὑπακοῇ, Σοφ. Ἀντ. 292. 2) τηρῶν τοὺς νόμους ἢ κανόνας τοῦ ὀρθοῦ καὶ πρέποντος, «[[σωστός]]», ἀκριβὴς εἰς ὅλα τὰ καθήκοντα αὑτοῦ [[πρός]] τε τοὺς θεοὺς καὶ τοὺς ἀνθρώπους, [[ὅσιος]] καὶ [[δίκαιος]]· [[συχνάκις]] παρ’ Ὁμ. κτλ.· ἀντίθ. [[δυσσεβής]], Αἰσχύλ. Θήβ. 598, πρβλ. 610· βραδύτερον τοῦτο ἦτο δ. καὶ [[ὅσιος]], ἴδε Πλάτ. Γοργ. 507B· ὡς οὐσιαστ. =ὁ [[δίκαιος]] [[ἄνθρωπος]], Σοφ. Ἀντ. 741. ΙΙ. ἐπὶ πράξεων, κτλ., [[σύμφωνος]] πρὸς τὸ ὀρθόν, Ὅμ., κλπ.· ἐπὶ ῥηθέντι δικαίῳ, διὰ [[πρᾶγμα]] ὀρθῶς λεχθέν, Ὀδ. Σ. 413. Β. Περὶ τῆς μεταγεν. χρήσεως, Ι. περὶ πραγμάτων δυνάμεθα νὰ παραδεχθῶμεν τὴν διαίρεσιν τοῦ Ἀριστοτέλους ἐν Ἠθ. Ν. 5. 2, 8 ([[ἔνθα]] [[ὅμως]] παράγει τὴν λέξιν ἐκ τοῦ [[δίχα]])· 1) ὡς τὸ [[ἴσος]], [[ὁμαλός]], [[ἰσόρροπος]], [[σύμμετρος]], ἅρμα δίκαιον, [[ὁμαλῶς]] κινούμενον, Ξεν. Κύρ. 2. 2, 26· δικαιόταται ἀντιρροπαὶ Ἱππ. Ἄρθρ. 783· δικαιότατα μοχλεύειν [[αὐτόθι]]· -[[ὀρθός]], [[ἴσος]], [[ἀπροσωπόληπτος]], «ἀμερόληπτος», [[βάσανος]] Ἀντιφῶν 112. 23. β) κατὰ νόμους [[ἀκριβής]], [[αὐστηρός]], τῷ δικαιοτάτῳ τῶν λόγων. Ἡρόδ. 7. 108, πρβλ. Θουκ. 3. 44· πάντα δικαίως ἡμῑν τετήρηται Δημ. 515· 13· δικαίως ἐξετάζειν ὁ αὐτ. 564. 16·- ἐπὶ ἀριθμῶν, αἱ ἑκατὸν ὀργυιαὶ δίκαιαι Ἡρόδ. 2. 149. 2) [[ὀρθός]], [[νόμιμος]], ἰδίως τὸ δίκαιον, ἀντίθ. τὸ ἄδικον, Ἡρόδ. 1. 96, Αἰσχύλ. Πρ. 187, κτλ.· τὰ δίκαια κἄδικα Ἀριστοφ. Νεφ. 99, πρβλ. Ἀνδοκ. 17. 38· τὰ ἴσα καὶ δίκαια (ἴδε ἐν λ. [[ἴσος]] Ι. 2)· τοὐμὸν δ., «τὸ δίκῃο μου», Εὐρ. Ι. Α. 810· ἐλθεῖν ἐπὶ τοῦτο τὸ δίκαιον, Ἀντιφῶν 144. 14· τὰ δ. ποιεῖν τινι, [[κάμνω]] εἴς τινα ὅ,τι [[εἶναι]] ὀρθὸν καὶ δίκαιον, Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 10, κτλ.· τὰ δ. ἔχειν, λαμβάνειν, ἔχω, [[λαμβάνω]] ὅ,τι [[εἶναι]] δίκαιον, ὁ αὐτ. Ἀν. 7. 7, 14 καὶ 17· -τὰ δ. πράττεσθαί τινα, ἐπιβάλλειν τινὶ τὴν πρέπουσαν ποινήν, τιμωρεῖν τινα, Αἰσχύλ Ἀγ. 812· -ἐκ τοῦ δικαίου =δικαίως, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1435, Θουκ. 2. 89· [[μετὰ]] τοῦ δ. Λυσ. 191. 33· -τὸ δίκαιον [[εἶναι]] [[ὡσαύτως]] τὸ ὀφειλόμενον, [[νόμιμος]] [[ἀπαίτησις]], Θουκ. 3. 54, Δημ. 572. 14, κτλ.· τὰ πρὸς ἀλλήλους δίκαια, ἀμοιβαῖαι ὑποχρεώσεις ἢ συμφωνίαι, Πολύβ. 3. 21, 10· ἐπὶ συγκειμένοις τισὶ δικαίοις, ἐπὶ ὡρισμένοις τισὶν ὅροις, Διον. Ἁλ. 3. 51·- ἐπίρρ., ὀρθῶς, Ἡρόδ. 6.137, Αἰσχύλ. Ἀγ. 376, κτλ. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων τε καὶ πραγμάτων, ὡς τὸ Λατ. justus, [[πρέπων]] καὶ [[ὀρθός]], ἁρμόζων, δ. τοῦδε τοῦ φόνου ῥαφεὺς Αἰσχύλ. Ἀγ. 1604· [[κόσμος]] οὐ φέρειν [[δίκαιος]] ὁ αὐτ. Εὐμ. 55· [[σχῆμα]] σώματος Ἱππ. Ἄρθρ. 832· δ. πρὸς πᾶσαν ὁμιλίαν, [[κατάλληλος]], [[ἐπιτήδειος]] εἰς.., ὁ αὐτ. 19. 22· ἵππον δ. ποιεῖσθαί τινι, [[κάμνω]] ἵππον κατάλληλον πρὸς χρῆσιν ἑτέρου, Ξεν. Ἀπομν. 4. 4, 5, πρβλ. Κυν. 7, 4· [[ἀλλά]], [[ἵππος]] δ. τὴν σιαγόνα, ἔχων καλὸν [[στόμα]], [[Πολυδ]]. Α΄, 196. 2) [[πραγματικός]], [[γνήσιος]], συγγραφεὺς Λουκ. Ἱστ. Συγγραφ. 39· [[εἴπερ]] δικαίως ἔστ’ ἐμὸς, ἐὰν ἀληθῶς, [[ὄντως]] [[εἶναι]] [[ἰδικός]] μου, Σοφ. Αἴ. 547· οὐ δικαίου πολίτου, δὲν [[εἶναι]] [[ἔργον]] ἀληθοῦς, γνησίου, πιστοῦ πολίτου, δὲν ἀνήκει, δὲν ἁρμόζει εἰς.., Δημ. 34. 15. 3) καλὸς, [[πρέπων]], [[μέτριος]] Θουκ. 1. 76·- δικαίως, εὐλόγως, ὁ αὐτ. 6. 34, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 675·- συγκρ. -οτέρως Ἰσοκρ. Ἀντιδ. 181, κοινότερον -ότερον· ὑπερθ. -ότατα Ἀριστοφ. Ὄρν. 1222. Γ. Παρὰ πεζοῖς σημειωτέα ἡ προσωπ. σύνταξ., δίκαιός εἰμι, =δίκαιόν ἐστιν ἐμέ· μετ’ ἀπαρ., δίκαιοί ἐστε ἰέναι, =δίκαιόν ἐστιν ὑμᾶς.., Ἡρόδ. 9. 60, πρβλ. 8. 137· δ. εἰμι ἔχειν ὁ αὐτ. 9. 27· δ. εἰμι κολάζειν, ἔχω τὸ [[δικαίωμα]] νὰ τιμωρῶ, Ἀριστοφ. Νεφ. 1434· δ. ἐστι περιπεσεῖν κακοῖς Ἀντιφῶν 123. 17· δ. εἰσι ἀπιστότατοι [[εἶναι]], ἔχουσι δίκαιον νὰ δυσπιστῶσι, Θουκ. 4. 17· δ. βλάπτεσθαι Λυσ. 159. 6· δ. ἐστιν ἀπολωλέναι, dignus est qui pereat, Δημ. 74. 26· ὁ [[σπουδαῖος]] ἄρχειν δ., ἔχει [[δικαίωμα]] νὰ…, [[εἶναι]] δίκαιον νὰ…, Ἀριστ. Πολ. 3. 16, 10· σπανιώτερον ἐν τῷ συγκρ. καὶ ὑπερθ., δικαιότεροι χαρίζεσθαι Λυσ. 161. 13· δικαιότατος εἶ ἀπαγγέλλειν Πλάτ. Συμπ. 172B· πρβλ. [[κύριος]] Ι. Ἀλλὰ καὶ ἡ ἀπρόσωπ. [[σύνταξις]], δίκαιόν ἐστι, μετ’ ἀπαρ., [[ὡσαύτως]] [[εἶναι]] [[δόκιμος]], ὡς Ἡρόδ. 1. 39, Αἰσχύλ. Πρ. 611, κτλ.· [[ὡσαύτως]] κατὰ πλ., δίκαια γὰρ τόνδ’ εὐτυχεῑν Σοφ. Αἴ. 1126, πρβλ. Τρ. 495, 1116. -Ἐνίοτε δὲ εὑρίσκομεν καὶ δικαίως ἂν μετ’ εὐκτ., ὡς Πλάτ. Φαίδρ. 276A, Πολ. 331A. Δ. Ἐπίρρ. -ως, ἴδε ἀνωτ. Α Ι, Β ΙΙ, III, V, VI. [δικαίων [[μετὰ]] τῆς παραληγούσης βραχείας ἐν Ὀρφ. Ἀποσπ. 2. 2, [[ὅπερ]] ὑποδεικνύει τύπον δίκᾱος· καὶ παρ’ Ἡσυχ. ἔχομεν οὐ δίκαον· οὐ δίκαιον· -πρβλ. δείλαιος δείλαος, παλαιὸς πάλαος].
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>α <i>ou</i> ος, ον :<br /><b>A.</b> conforme aux convenances, au droit :<br /><b>I.</b> <i>en parl. de pers.</i> observateur de la règle, <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> qui remplit ses devoirs envers les dieux et les hommes, honnête, juste;<br /><b>2</b> humain, civilisé ; <i>particul.</i> qui pratique l’hospitalité;<br /><b>II.</b> <i>en parl. d’actions</i> juste, honnête, convenable ; τὸ δίκαιον, τὰ δίκαια le droit, la justice ; [[ἐκ]] [[τοῦ]] δικαίου d’après une induction légitime ; ξὺν [[τῷ]] δικαίῳ SOPH ayant la justice avec moi, de mon côté ; τὰ δίκαια πράττεσθαί τινα ESCHL infliger à qqn le traitement mérité, un juste châtiment ; τὰ δίκαια les droits et les devoirs de chacun;<br /><b>B.</b> <i>p. ext.</i> conforme à la règle :<br /><b>1</b> <i>en parl. de pers.</i> [[δίκαιος]] [[πολίτης]] DÉM citoyen régulier, véritable citoyen ; [[δίκαιος]] [[συγγραφεύς]] LUC véritable écrivain;<br /><b>2</b> <i>en parl. d’animaux</i> ἵππον δίκαιον ποιεῖσθαί τινι XÉN rendre un cheval propre au service de qqn;<br /><b>3</b> <i>en parl. de choses</i> [[ἅρμα]] δίκαιον char bien équilibré ; parfait, excellent;<br /><b>4</b> <i>en parl. de nombres</i> ἑκατὸν ὀργυιαὶ δίκαιαι HDT cent arpents juste;<br /><b>C.</b> δίκαιός εἰμι avec l’inf., <i>au sens de</i> δίκαιόν ἐστιν [[ἐμέ]] <i>avec l’inf.</i>, il est juste que je…, <i>d’où</i><br /><b>1</b> j’ai le droit de : δίκαιοί εἰσιν ἀπιστότατοι [[εἶναι]] THC ils ont le droit d’être très défiants;<br /><b>2</b> je suis digne de, je mérite <i>en mauv. part</i> : δίκαιός ἐστιν ἀπολωλέναι DÉM il mérite de périr;<br /><b>3</b> j’ai le devoir de : δίκαιοί ἐστε [[ἰέναι]] HDT il est convenable que vous alliez, vous devez aller.<br />'''Étymologie:''' [[δίκη]].<br /><span class="bld">2</span>ου (ὁ) :<br />nom d’un serpent sacré en Crète.<br />'''Étymologie:''' par euph. de [[δίκαιος]]¹.
}}
}}