μετοικοδομέω: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_15)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μετοικοδομέω''': οἰκοδομῶ, [[κτίζω]] κατὰ διάφορον τρόπον, Πλουτ. Καῖσ. 51, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 24, 6.
|lstext='''μετοικοδομέω''': οἰκοδομῶ, [[κτίζω]] κατὰ διάφορον τρόπον, Πλουτ. Καῖσ. 51, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 24, 6.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />bâtir ailleurs.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[οἰκοδομέω]].
}}
}}